отделять: Difference between revisions
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
(4) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἀπαρτάω]], [[ἀποδιορίζω]], [[ἀπομερίζω]], [[ἀποχωρίζω]], [[ἀποκρίνω]], [[ἀφορίζω]], [[εἴργω]], [[κρίνω]], [[χωρίζω]], [[ἀποδιΐστημι]], [[ἀποσχίζω]], [[ἀποτέμνω]], [[ἀποτάμνω]], [[διείργω]], [[διέργω]], [[διαχωρίζω]], [[περιρρήγνυμι]], [[περιρρηγνύω]], [[διαζεύγνυμι]], [[ἀποδαίομαι]] | |rueltext=[[ἀπείργω]], [[ἀπολύω]], [[ἀπαρτάω]], [[ἀποδιορίζω]], [[ἀπομερίζω]], [[ἀποχωρίζω]], [[ἀποκρίνω]], [[ἀφορίζω]], [[εἴργω]], [[κρίνω]], [[χωρίζω]], [[ἀποδιΐστημι]], [[ἀποσχίζω]], [[ἀποτέμνω]], [[ἀποτάμνω]], [[διείργω]], [[διέργω]], [[διαχωρίζω]], [[περιρρήγνυμι]], [[περιρρηγνύω]], [[διαζεύγνυμι]], [[ἀποδαίομαι]], [[μονόω]], [[ἀπέχω]], [[ἐρύκω]], [[ἀφαιρέω]], [[περικόπτω]], [[ὁρίζω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:30, 15 October 2019
Russian > Greek
ἀπείργω, ἀπολύω, ἀπαρτάω, ἀποδιορίζω, ἀπομερίζω, ἀποχωρίζω, ἀποκρίνω, ἀφορίζω, εἴργω, κρίνω, χωρίζω, ἀποδιΐστημι, ἀποσχίζω, ἀποτέμνω, ἀποτάμνω, διείργω, διέργω, διαχωρίζω, περιρρήγνυμι, περιρρηγνύω, διαζεύγνυμι, ἀποδαίομαι, μονόω, ἀπέχω, ἐρύκω, ἀφαιρέω, περικόπτω, ὁρίζω