приводить в порядок: Difference between revisions
From LSJ
ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...
(ru-m-18-oct) |
m (Text replacement - "]] ;;" to "]],") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[καταρτίζω]] | |rueltext=[[καταρτίζω]], [[συγκοσμέω]], [[διορθόω]], [[ἡμερόω]], [[συντίθημι]], [[ἀκέομαι]], [[κατευτρεπίζω]], [[καταστέλλω]], [[διασκευάζω]], [[ἐγκοσμέω]], [[στοιχίζω]], [[ῥυθμίζω]], [[διαθεσμοθετέω]], [[συγκατακοσμέω]], [[εὐτρεπίζω]], [[ἑτοιμάζω]], [[κατακοσμέω]], [[συγκαταλέγω]], [[ἀρτύνω]], [[διακοσμέω]], [[κατασκευάζω]], [[ἐξασκέω]], [[διευκρινέω]], [[εὐθετίζω]], [[διατάσσω]], [[διατάττω]], [[ὀρθόω]], [[τημελέω]], [[καταρτάω]] | ||
}} | }} |
Revision as of 18:20, 18 October 2019
Russian > Greek
καταρτίζω, συγκοσμέω, διορθόω, ἡμερόω, συντίθημι, ἀκέομαι, κατευτρεπίζω, καταστέλλω, διασκευάζω, ἐγκοσμέω, στοιχίζω, ῥυθμίζω, διαθεσμοθετέω, συγκατακοσμέω, εὐτρεπίζω, ἑτοιμάζω, κατακοσμέω, συγκαταλέγω, ἀρτύνω, διακοσμέω, κατασκευάζω, ἐξασκέω, διευκρινέω, εὐθετίζω, διατάσσω, διατάττω, ὀρθόω, τημελέω, καταρτάω