Darius: Difference between revisions
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
m (Text replacement - "(|thumb)\n(\|link=)" to "$1$2") |
m (Template WoodhouseENELnames replacement using csv2wiki) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{WoodhouseENELnames | {{WoodhouseENELnames | ||
|Text=[[ | |Text=[[Δάρειος]], ὁ. | ||
}} | }} | ||
{{Gaffiot | {{Gaffiot |
Revision as of 18:35, 19 May 2020
English > Greek (Woodhouse)
Δάρειος, ὁ.
Latin > French (Gaffiot 2016)
(1) Dārīus, īī, m. (Δαρεῖος), nom de plusieurs rois de Perse dont les plus célèbres sont Darius, fils d’Hystaspe, et Darius Codoman, détrôné par Alexandre : Cic. Fin. 5, 92 ; Plin. 6, 41 || -us, a, um, de Darius : Capel. 6, 578.
Greek (Liddell-Scott)
Ἐρξείης: ἢ Ἐρξίης, ὁ, ἐν Ἠροδ. 6. 98, ὡς μετάφρασις τοῦ Περσικοῦ ὀνόματος Δαρεῖος (ὅ ἴδε)· κατά τινας ἐκ τοῦ *ἔργω, ἔρδω, ὁ ἐργαζόμενος, ὁ πλάττων τι: ἄλλοι ἐκ τοῦ ἔργω, εἴργω, Λατιν. coercitor. Ἐρξίη ἀπαντᾶ ἔν τινι στίχῳ παρ’ Ἡφαιστ. 34. 5. Πρβλ. Μέγα Ἐτυμ. 376. 52.
French (Bailly abrégé)
ou Ἐρξίης;
ου (ὁ) :
actif, puissant (traduct. grecque du n. persan de Darius).
Étymologie: ἔργω ; sel. d’autres, εἵργω.
Greek Monotonic
Ἐρξείης: ή Ἐρξίης, ὁ, στον Ηρόδ., ως μετάφραση, απόδοση του περσικού ονόματος Δαρείος (είτε από το *ἔργω, ἔρδω, εργάτης, δράστης· ή από το ἔργω, εἵργω, Λατ. coercitor).
Russian (Dvoretsky)
Ἐρξείης: и Ἐρξίης ὁ ἔργω могущественный, могучий, по друг. εἵργω укротитель, покоритель (греч. значение персидского имени Δαρεῖος = Darayavahush Her.).
Middle Liddell
[from ἔργω, ἔρδω or ἔργω, εἴργω
in Hdt., as a translation of the Persian name Darius: either from ἔργω, ἔρδω the worker, doer; or from ἔργω, εἴργω, Lat. coercitor
German (Pape)
[Seite 1033] od. ἑρξίης, ὁ, Her. 6, 98 δύναται κατὰ Ἑλλάδα γλῶσσαν Δαρεῖος ἑρξίης, entweder von ἔρδω ἄργω, der Thatkräftige (nach E. M. für ῥεξίας, ὁ πρακτικός), od. von εἴργω, der Zurückhaltende.