θεμελιακός: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=themeliakos | |Transliteration C=themeliakos | ||
|Beta Code=qemeliako/s | |Beta Code=qemeliako/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[of]] or | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[of]] or [[for the foundation]], Sch.Lyc.615.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 09:51, 1 July 2020
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for the foundation, Sch.Lyc.615.
Greek (Liddell-Scott)
θεμελιακός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς θεμέλιον, Σχόλ. Λυκ. 715.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α θεμελιακός, -ή, -όν) θεμέλιο
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στα θεμέλια ή αυτός που αποτελεί θεμέλιο
νεοελλ.
μτφ. βασικός, ριζικός, θεμελιώδης («οι θεμελιακές αρχές του σοσιαλισμού»).
επίρρ...
θεμελιακός και -ά
θεμελιωδώς.