κυκλοειδής: Difference between revisions
ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kykloeidis | |Transliteration C=kykloeidis | ||
|Beta Code=*kukloeidh/s | |Beta Code=*kukloeidh/s | ||
|Definition=ές, <span class="sense" | |Definition=ές, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[circular]], <span class="bibl">Euc.<span class="title">Opt.</span>36</span>, <span class="bibl">Onos. 21.6</span>, <span class="bibl">Ath.7.328d</span>; τὸ κ. Plu.2.1004c. Adv. -δῶς <span class="bibl">Gal.<span class="title">Phil.Hist.</span>100</span>, <span class="bibl">Porph.<span class="title">in Cat.</span>133.4</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:13, 11 December 2020
English (LSJ)
ές, A circular, Euc.Opt.36, Onos. 21.6, Ath.7.328d; τὸ κ. Plu.2.1004c. Adv. -δῶς Gal.Phil.Hist.100, Porph.in Cat.133.4.
German (Pape)
[Seite 1526] ές, kreisförmig; Ath. VII, 328 d; Plut. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κυκλοειδής: -ές, κυκλικός, Ἀθήν. 328D· τὸ κ. Πλούτ. 2. 1004C.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
circulaire.
Étymologie: κύκλος, εἶδος.
Greek Monolingual
-ές (AM κυκλοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με κύκλο, κυκλικός
νεοελλ.
φρ. (γεωμ.) «κυκλοειδής καμπύλη» — καμπύλη που γράφεται από σημείο το οποίο κείται σε περιφέρεια κύκλου όταν αυτή κυλίεται χωρίς ολίσθηση σε μια ευθεία
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το κυκλοειδές
ο σχηματισμός σε σχήμα κύκλου.
επίρρ...
κυκλοειδώς (Α κυκλοειδῶς)
με σχήμα κύκλου, κυκλικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύκλος + -ειδής].
Russian (Dvoretsky)
κυκλοειδής: кругообразный, округлый (στρογγύλος καὶ κ. Plut.).