μονογένεια: Difference between revisions
Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=monogeneia | |Transliteration C=monogeneia | ||
|Beta Code=monoge/neia | |Beta Code=monoge/neia | ||
|Definition=Ion. μουνο-, ἡ, fem. of sq., <span class="bibl">A.R.3.847</span>, <span class="bibl">Orph.<span class="title">H.</span> 29.2</span>. <span class="sense"> | |Definition=Ion. μουνο-, ἡ, fem. of sq., <span class="bibl">A.R.3.847</span>, <span class="bibl">Orph.<span class="title">H.</span> 29.2</span>. <span class="sense"><span class="bld">II</span> Subst., [[uniqueness]], <span class="bibl">Phld.<span class="title">Sign.</span>20</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:35, 30 December 2020
English (LSJ)
Ion. μουνο-, ἡ, fem. of sq., A.R.3.847, Orph.H. 29.2. II Subst., uniqueness, Phld.Sign.20.
German (Pape)
[Seite 202] ἡ, fem. zum Folgdn, sp. D.; μουνογένεια heißt Hekate, Ap. Rh. 3, 844; Aenigm. 18 (XIV, 52).
Greek (Liddell-Scott)
μονογένεια: ἡ, Ἰων. μουν-, θηλ. τοῦ ἑπομ., Ἀπολλ. Ρόδ. Γ, 847, Ὀρφ. Ὕμν. 28. 2, Φιλόδημ. παρὰ Gompertz Herk. Stud. 1, σελ. 25.
Greek Monolingual
(I)
η (Α μονογένεια και ιων. τ. μουνογένεια) μονογενής
νεοελλ.
1. βιολ. η μονογονία
2. βοτ. φαινόμενο κατά το οποίο φυτά έχουν άνθη ενός μόνο γένους
αρχ.
1. ως επίθ. αυτή που δεν έχει αδέλφια, μοναχοκόρη
2. ως ουσ. μοναδικότητα.
(II)
τα
ζωολ. ομοταξία τρηματωδών πλατυελμίνθων στην οποία ανήκουν εξωπαράσιτα ψαριών, αμφιβίων και ερπετών.
Russian (Dvoretsky)
μονογένεια: ион. μουνογένεια adj. f единородная (κόρη Anth.).