σφονδυλίων: Difference between revisions
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σφονδυλίων''': [[μυελός]], ὁ, ὁ μυελὸς τῆς σπονδυλικῆς στήλης, ὁ [[ῥαχίτης]] μυελὸς (ἡ [[λέξις]] αὕτη παρήχθη ἐκ παρανοήσεως τοῦ: μυελὸς [[αὖτε]] [[σφονδυλίων]] ἔκπαλθ’ ἐν Ἰλ. Υ. 483)· «ἐφέστηκε δὲ σφονδύλοις ἑπτὰ ὁ [[τράχηλος]], οὓς [[Ὅμηρος]] ἀστραγάλους καλεῖ, καὶ σφονδυλίωνα τὸν μυελὸν τὸν ἐν αὐτοῖς» | |lstext='''σφονδυλίων''': [[μυελός]], ὁ, ὁ μυελὸς τῆς σπονδυλικῆς στήλης, ὁ [[ῥαχίτης]] μυελὸς (ἡ [[λέξις]] αὕτη παρήχθη ἐκ παρανοήσεως τοῦ: μυελὸς [[αὖτε]] [[σφονδυλίων]] ἔκπαλθ’ ἐν Ἰλ. Υ. 483)· «ἐφέστηκε δὲ σφονδύλοις ἑπτὰ ὁ [[τράχηλος]], οὓς [[Ὅμηρος]] ἀστραγάλους καλεῖ, καὶ σφονδυλίωνα τὸν μυελὸν τὸν ἐν αὐτοῖς» Πολυδ. Β΄, 130. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, Α<br />(ενν. [[μυελός]]) <b>πιθ.</b> ο [[μυελός]] της σπονδυλικής στήλης, ο [[νωτιαίος]] [[μυελός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σφόνδυλος]] / [[σπόνδυλος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίων</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ακανθ</i>-<i>ίων</i>)]. | |mltxt=ὁ, Α<br />(ενν. [[μυελός]]) <b>πιθ.</b> ο [[μυελός]] της σπονδυλικής στήλης, ο [[νωτιαίος]] [[μυελός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σφόνδυλος]] / [[σπόνδυλος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίων</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ακανθ</i>-<i>ίων</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:00, 7 July 2020
English (LSJ)
μυελός, ὁ,
A spinal marrow (suggested by a misunderstanding of Il.20.483), Poll.2.130.
Greek (Liddell-Scott)
σφονδυλίων: μυελός, ὁ, ὁ μυελὸς τῆς σπονδυλικῆς στήλης, ὁ ῥαχίτης μυελὸς (ἡ λέξις αὕτη παρήχθη ἐκ παρανοήσεως τοῦ: μυελὸς αὖτε σφονδυλίων ἔκπαλθ’ ἐν Ἰλ. Υ. 483)· «ἐφέστηκε δὲ σφονδύλοις ἑπτὰ ὁ τράχηλος, οὓς Ὅμηρος ἀστραγάλους καλεῖ, καὶ σφονδυλίωνα τὸν μυελὸν τὸν ἐν αὐτοῖς» Πολυδ. Β΄, 130.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(ενν. μυελός) πιθ. ο μυελός της σπονδυλικής στήλης, ο νωτιαίος μυελός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφόνδυλος / σπόνδυλος + επίθημα -ίων (πρβλ. ακανθ-ίων)].