σύγχωρος: Difference between revisions
From LSJ
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sygchoros | |Transliteration C=sygchoros | ||
|Beta Code=su/gxwros | |Beta Code=su/gxwros | ||
|Definition=ον,= <span class="sense" | |Definition=ον,= <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[confinis]], Gloss.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 08:20, 12 December 2020
English (LSJ)
ον,= A confinis, Gloss.
German (Pape)
[Seite 972] angränzend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σύγχωρος: -ον, (χώρα) ὁ τῆς αὐτῆς χώρας, αἱ πόλεις αἱ σ. Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκ.) 2561. 44.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που ανήκει στην ίδια χώρα («αἱ πόλεις αἱ σύγχωροι», επιγρ.)
2. όμορος, γειτονικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -χωρος (< χώρα), πρβλ. περί-χωρος].
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που ανήκει στην ίδια χώρα («αἱ πόλεις αἱ σύγχωροι», επιγρ.)
2. όμορος, γειτονικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -χωρος (< χώρα), πρβλ. περί-χωρος].