ἄκλειστος: Difference between revisions
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=akleistos | |Transliteration C=akleistos | ||
|Beta Code=a)/kleistos | |Beta Code=a)/kleistos | ||
|Definition=ον, Ion. ἀκλήιστος <span class="bibl">Call.<span class="title">Hec.</span>2</span>, Att. contr. ἄκλῃστος <span class="bibl">E.<span class="title">Andr.</span>593</span>, <span class="bibl">Th.2.93</span>: (κλείω):—<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ον, Ion. ἀκλήιστος <span class="bibl">Call.<span class="title">Hec.</span>2</span>, Att. contr. ἄκλῃστος <span class="bibl">E.<span class="title">Andr.</span>593</span>, <span class="bibl">Th.2.93</span>: (κλείω):—<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[not closed]] or [[fastened]], ll. cc., <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span> 7.5.25</span>, Nic.Dam.<span class="bibl">p.72</span> D., etc.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:09, 1 July 2020
English (LSJ)
ον, Ion. ἀκλήιστος Call.Hec.2, Att. contr. ἄκλῃστος E.Andr.593, Th.2.93: (κλείω):—
A not closed or fastened, ll. cc., X.Cyr. 7.5.25, Nic.Dam.p.72 D., etc.
German (Pape)
[Seite 73] nicht verschlossen, s. att. ἄκλῃστος.
Greek (Liddell-Scott)
ἄκλειστος: -ον, Ἰων. ἀκλήιστος, Καλλ. Ἀποσπ. 41. Ἀττ. συνῃρ. ἄκληστος, Εὐρ. Ἀνδρ. 593, Θουκ. 2. 93: (κλείω), ὁ μὴ κεκλεισμένος, μὴ στερεωμένος, ἔνθ’ ἀνωτ., Ξεν. Κύρ. 7. 5, 25.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non fermé.
Étymologie: ἀ, κλείω.
Spanish (DGE)
v. ἄκλῃστος.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄκλειστος, -ον και ἄκληστος)
αυτός που δεν είναι κλεισμένος, δεν είναι στερεωμένος
«άφησε την πόρτα άκλειστη»
«ἄκληστ’ ἄδουλα δώμαθ’ ἑστίας λιπὼν» (Ευρ.)
νεοελλ.
1. ο ασυμπλήρωτος
«έχει τα δέκα οχτώ άκλειστα»
2. (λογαριασμός) για τον οποίο δεν έχει γίνει εκκαθάριση
3. (εμπορική πράξη) που δεν έχει επίσημα συμφωνηθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + κλειστὸς (ή κλῃστὸς) < κλείω (κλῄω)].
Greek Monotonic
ἄκλειστος: -ον, Ιων. ἀκλήιστος, Αττ. ἄκλῃστος· (κλείω), αυτός που δεν έχει κλειστεί ή δεν έχει στερεωθεί, σε Ευρ., Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἄκλειστος: стяж. ἄκλῃστος 2 незапертый (δώματα Eur. λιμήν Thuc.; πύλαι Xen.; τὰ τῶν λιμένων στόματα Plut.).
Middle Liddell
κλείω
not closed or fastened, Eur., Thuc.