ἐμφάνεια: Difference between revisions
Ἐχθροῦ παρ' ἀνδρὸς οὐδέν ἐστι χρήσιμον → Inimicus homo nil umquam praestat utile → Von einem Feind kommt niemals etwas Nützliches
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=emfaneia | |Transliteration C=emfaneia | ||
|Beta Code=e)mfa/neia | |Beta Code=e)mfa/neia | ||
|Definition=[ᾰ], ἡ, <span class="sense" | |Definition=[ᾰ], ἡ, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[manifestation]], <b class="b3">εἰς ἐ. ἄγειν</b> bring to [[light]], <span class="bibl">Thphr. <span class="title">Ign.</span>2</span>; τοῦ θεοῦ <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>15.11.7</span> (pl.); <b class="b3">τὴν ἐ. τινων ποιεῖσθαι</b> produce for [[inspection]], PLips.52.9 (iv A. D.), etc.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:00, 12 December 2020
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ, A manifestation, εἰς ἐ. ἄγειν bring to light, Thphr. Ign.2; τοῦ θεοῦ J.AJ15.11.7 (pl.); τὴν ἐ. τινων ποιεῖσθαι produce for inspection, PLips.52.9 (iv A. D.), etc.
German (Pape)
[Seite 819] ἡ, das Erscheinen, Sichtbarwerden, Theophr. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμφάνεια: ἡ, τὸ ἐμφανές, φανερόν, εἰς ἐμφάνειαν ἄγειν, ἄγειν εἰς τὸ ἐμφανές, Θεοφρ. π. Πυρὸς 2.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): ἐνφανία IG 9(1).267.10 (Opunte II a.C.)
I 1manifestación, apariciónεἰς ἐμφάνειαν ἄγειν sacar a la luz Thphr.Ign.2, ἀγγελικὴ ἐ. Gr.Nyss.M.46.1140D, c. gen. subjet. ἡ ἐ. τοῦ θεοῦ I.AI 15.425, de la encarnación de Jesucristo ἡ διὰ σαρκὸς γενομένη τοῦ κυρίου τοῖς ἀνθρώποις ἐ. Gr.Nyss.Pss.105.15.
2 presencia, comparecencia ἐκνεύειν τὴν ἐμφάνειαν negarse a hacer acto de presencia, BGU 1189.7 (I a./d.C.), εἰς τὴν ἐμφάνειαν ἔρχεσθαι PTeb.24.71 (II a.C.), cf. POxy.3479.22 (IV d.C.), Nag Hammadi 65.6 (IV d.C.), αὐτοὺς ... τὴν ἐμφάνειαν ἑαυτῶν ποιήσασθαι PLips.51.14 (IV d.C.).
3 prueba, evidencia documental οὐδεμίαν ἐμφάνειαν ... ηὗρον SB 13274.6 (VI d.C.).
4 fig. ostentación μετὰ ἐμφανείας μεγάλης καὶ ἀπειλῆς φοβερᾶς εἶπεν Mart.Andr.Pr.4.2.
II jur. denuncia ἐνφαινέτω ... ποτ τὰν βουλάν, καθ' ὧν καὶ τὰς ἄλλας ἐνφανίας IG l.c.
Greek Monolingual
η (AM ἐμφάνεια, Μ και ἐμφανία)
η ιδιότητα του εμφανούς, το να είναι κάτι εμφανές
αρχ.-μσν.
1. εμφάνιση, φανέρωση
2. εμφάνιση, μορφή
μσν.
1. απόδειξη
2. (νομ.) δημοσίευση, γνωστοποίηση
3. «ἐμφάνεια θεοῡ πρὸς ἀνθρώπους» (Θεόδοτ.)
η θεοφάνεια, η επιφάνεια, η εμφάνιση του θεού στους ανθρώπους.