ἐμφάνεια
κῶς ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι → how will it be good enough for the king to be insulted with these things
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ, manifestation, εἰς ἐ. ἄγειν bring to light, Thphr. Ign.2; τοῦ θεοῦ J.AJ15.11.7 (pl.); τὴν ἐ. τινων ποιεῖσθαι produce for inspection, PLips.52.9 (iv A. D.), etc.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): ἐνφανία IG 9(1).267.10 (Opunte II a.C.)
I 1manifestación, aparición εἰς ἐμφάνειαν ἄγειν sacar a la luz Thphr.Ign.2, ἀγγελικὴ ἐ. Gr.Nyss.M.46.1140D, c. gen. subjet. ἡ ἐ. τοῦ θεοῦ I.AI 15.425, de la encarnación de Jesucristo ἡ διὰ σαρκὸς γενομένη τοῦ κυρίου τοῖς ἀνθρώποις ἐ. Gr.Nyss.Pss.105.15.
2 presencia, comparecencia ἐκνεύειν τὴν ἐμφάνειαν negarse a hacer acto de presencia, BGU 1189.7 (I a./d.C.), εἰς τὴν ἐμφάνειαν ἔρχεσθαι PTeb.24.71 (II a.C.), cf. POxy.3479.22 (IV d.C.), Nag Hammadi 65.6 (IV d.C.), αὐτοὺς ... τὴν ἐμφάνειαν ἑαυτῶν ποιήσασθαι PLips.51.14 (IV d.C.).
3 prueba, evidencia documental οὐδεμίαν ἐμφάνειαν ... ηὗρον SB 13274.6 (VI d.C.).
4 fig. ostentación μετὰ ἐμφανείας μεγάλης καὶ ἀπειλῆς φοβερᾶς εἶπεν Mart.Andr.Pr.4.2.
II jur. denuncia ἐνφαινέτω ... ποτ τὰν βουλάν, καθ' ὧν καὶ τὰς ἄλλας ἐνφανίας IG l.c.
German (Pape)
[Seite 819] ἡ, das Erscheinen, Sichtbarwerden, Theophr. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμφάνεια: ἡ, τὸ ἐμφανές, φανερόν, εἰς ἐμφάνειαν ἄγειν, ἄγειν εἰς τὸ ἐμφανές, Θεοφρ. π. Πυρὸς 2.
Greek Monolingual
η (AM ἐμφάνεια, Μ και ἐμφανία)
η ιδιότητα του εμφανούς, το να είναι κάτι εμφανές
αρχ.-μσν.
1. εμφάνιση, φανέρωση
2. εμφάνιση, μορφή
μσν.
1. απόδειξη
2. (νομ.) δημοσίευση, γνωστοποίηση
3. «ἐμφάνεια θεοῦ πρὸς ἀνθρώπους» (Θεόδοτ.)
η θεοφάνεια, η επιφάνεια, η εμφάνιση του θεού στους ανθρώπους.