ἀναστέφω: Difference between revisions
ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖν → whatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anastefo | |Transliteration C=anastefo | ||
|Beta Code=a)naste/fw | |Beta Code=a)naste/fw | ||
|Definition=<span class="sense" | |Definition=<span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[crown]], [[wreath]], τὸν σὸν κρᾶτα <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>243</span>; <b class="b3">ἀ. στεφάνοισι</b> ib.<span class="bibl">362.48</span>; στόρνῃσιν <span class="bibl">Call.<span class="title">Hec.</span>1.1.15</span>:—Pass., <b class="b3">ἀνέστεμμαι κάρα φύλλοις</b> I [[have]] my head [[wreathed]] with leaves, <span class="bibl">E.<span class="title">Hipp.</span>806</span>; but also δάφνας κλῶνας ἀναστέφεται <span class="title">Epigr.Gr.</span>786.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:10, 12 December 2020
English (LSJ)
A crown, wreath, τὸν σὸν κρᾶτα E.Fr.243; ἀ. στεφάνοισι ib.362.48; στόρνῃσιν Call.Hec.1.1.15:—Pass., ἀνέστεμμαι κάρα φύλλοις I have my head wreathed with leaves, E.Hipp.806; but also δάφνας κλῶνας ἀναστέφεται Epigr.Gr.786.
German (Pape)
[Seite 209] dasselbe, Plut. Thes. 22; pass. ἀνέστεμμαι κάρα φύλλοις Eur. Hipp. 806.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναστέφω: μέλλ. -ψω: ‒ στέφω, στεφανώνω: τὸν σὸν κρᾶτα Εὐρ. Ἀποσπ. 243· ἀν. στεφάνοισι αὐτόθι 362. 48: ‒ Παθ., ἀνέστεμμαι κάρα... φύλλοις, ἔχω τὴν κεφαλήν μου ἐστεμμένην διὰ φύλλων, ὁ αὐτὸς Ἱππ. 806. ΙΙ. δάφνας κλῶνας ἀναστέφεσθαι, περιτίθεσθαι στέφανον ἐκ κλωνῶν δάφνης, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 786.
French (Bailly abrégé)
pf. Pass. ἀνέστεμμαι;
couronner ; Pass. ἀνέστεμμαι κάρα φύλλοις EUR j’ai la tête couronnée de feuilles.
Étymologie: ἀνά, στέφω.
Spanish (DGE)
1 c. ac. y a veces dat. instrum. coronar σὸν κρᾶτ' E.Fr.241, τοὺς ... ἡγεμόνας Polyaen.5.12.1, τρίαιναν ὀρθὴν ... στεφάνοισι E.Fr.13.48M., (μιν) ... στόρνῃσιν Call.Fr.260.15, σελίνων, οἷς ἀναστέφουσι ... τοὺς νικῶντας Timae.118, cf. B.13.59.
2 en v. med. coronarse, ceñirse κάρα ... φύλλοις E.Hipp.806, δάφνας κλῶνας ἀναστέφεται se corona de ramas de laurel, Epigr.Gr.786, ἀκάνθῃ Clem.Al.Paed.2.8.75, c. gen. τῶν σελίνων ἀνεστέψατο Polyaen.5.12.1.
Greek Monolingual
ἀναστέφω (Α) στέφω
βάζω στεφάνι στο κεφάλι κάποιου, στεφανώνω.
Greek Monotonic
ἀναστέφω: μέλ. -ψω, στεφανώνω, κρᾶτα, σε Ευρ. — Παθ., ἀνέστεμμαι κάρα φύλλοις, έχω στεφανωμένο το κεφάλι μου με φύλλα, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀναστέφω:
1) увенчивать, венчать (τὸν κρᾶτά τινος Eur.; τοὺς νικῶντας σελίνοις Plut.);
2) увивать, обвивать (τὰς θύρας δάφνη Plut.): κλάδος ἐλαίας ἐρίῳ ἀνεστεμμένος Plut. масличная ветвь, перевитая шерстью.
Middle Liddell
to crown, wreath, κρᾶτα Eur.:—Pass., ἀνέστεμμαι κάρα I have my head wreathed, Eur.