ῥωγαλέος: Difference between revisions

From LSJ

χρῆσαι κακοῖσι τοῖς ἐμοῖς, εἰ κερδανεῖς → use my shame, if any good

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=rogaleos
|Transliteration C=rogaleos
|Beta Code=r(wgale/os
|Beta Code=r(wgale/os
|Definition=η, ον, (<b class="b3">ῥώξ</b> A) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[broken]], [[cleft]], <b class="b3">χιτὼν χαλκῷ ῥ</b>. <span class="bibl">Il.2.417</span>; <b class="b3">ῥ. πήρη</b> [[torn]], [[ragged]], <span class="bibl">Od.17.198</span>; ῥάκος . . ἠδὲ χιτῶνα, ῥωγαλέα <span class="bibl">13.435</span>.</span>
|Definition=η, ον, ([[ῥώξ]] A) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[broken]], [[cleft]], <b class="b3">χιτὼν χαλκῷ ῥ</b>. <span class="bibl">Il.2.417</span>; <b class="b3">ῥ. πήρη</b> [[torn]], [[ragged]], <span class="bibl">Od.17.198</span>; ῥάκος . . ἠδὲ χιτῶνα, ῥωγαλέα <span class="bibl">13.435</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 18:20, 8 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥωγᾰλέος Medium diacritics: ῥωγαλέος Low diacritics: ρωγαλέος Capitals: ΡΩΓΑΛΕΟΣ
Transliteration A: rhōgaléos Transliteration B: rhōgaleos Transliteration C: rogaleos Beta Code: r(wgale/os

English (LSJ)

η, ον, (ῥώξ A)

   A broken, cleft, χιτὼν χαλκῷ ῥ. Il.2.417; ῥ. πήρη torn, ragged, Od.17.198; ῥάκος . . ἠδὲ χιτῶνα, ῥωγαλέα 13.435.

German (Pape)

[Seite 854] zerrissen, zersetzt, Od. 13, 435, öfter; χαλκῷ, Il. 2, 417, zerhauen.

Greek (Liddell-Scott)

ῥωγᾰλέος: -α, -ον, (ῥώξ) διερρωγώς, διερρηγμένος, διεσχισμένος, κατατετρημένος, ῥακώδης, χιτῶνα χαλκῷ ῥωγαλέον, «σιδήρῳ διεσχισμένον» (Σχόλ.), Ἰλ. Β. 417· πήρην πυκνά ῥωγαλέην, διεσχισμένην, ῥακώδη, Ὀδ. Ρ. 198, Σ. 109· ῥάκος ... ἠδὲ χιτῶνα, ῥωγαλέα Α. 435, 438, κτλ.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
déchiré.
Étymologie: R. Ϝραγ, briser ; v. ῥήγνυμι.

English (Autenrieth)

torn, ragged.

Greek Monolingual

-η, -ον, Α
(επικ. τ.) εντελώς σχισμένος, κουρελιασμένος («ῥάκος... ἠδέ χιτῶνα, ῥωγαλέα», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα ῥωγ- του ῥήγνυμι (πρβλ. ῥώξ, ῥωγός) + επίθημα -αλέος (πρβλ. λυσσ-αλέος, πειναλέος)].

Greek Monotonic

ῥωγᾰλέος: -α, -ον (ῥώξ), σπασμένος, ραγισμένος, κομματιασμένος, σχισμένος, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

ῥωγᾰλέος: изорванный, разодранный (χιτών Hom.).

Middle Liddell

ῥωγᾰλέος, η, ον, [ῥώξ]
broken, cleft, rent, torn, Hom.