στεγνωτικός: Difference between revisions
νίψον ἀνομήματα, μὴ μόναν ὄψιν → wash the sins, not only the face | wash my transgressions, not only my face
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=stegnotikos | |Transliteration C=stegnotikos | ||
|Beta Code=stegnwtiko/s | |Beta Code=stegnwtiko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense" | |Definition=ή, όν, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[making costive]], [[astringent]], Dsc.1.115; <b class="b3">σ. κοιλίας</b> ibid., cf. Meges ap.<span class="bibl">Orib.44.24.9</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 22:55, 11 December 2020
English (LSJ)
ή, όν, A making costive, astringent, Dsc.1.115; σ. κοιλίας ibid., cf. Meges ap.Orib.44.24.9.
German (Pape)
[Seite 932] zum Verdichten, Verstopfen gehörig, geschickt, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
στεγνωτικός: -ή, -όν, ὁ προξενῶν δυσκοιλιότητα, στυπτικός, Διοσκ. 1. 160· στ. κοιλίας ὁ αὐτ. 1. 164.
Greek Monolingual
-ή, -ό / στεγνωτικός, -ή, -όν, ΝΑ [[στεγνῶ / -ώνω]]
νεοελλ.
1. αυτός που συντελεί στο στέγνωμα
2. το ουδ. ως ουσ. το στεγνωτικό
τεχνολ. ακόρεστο λιπαρό έλαιο ή φυσική ρητίνη, ένα στρώμα τών οποίων, όταν εκτεθεί στον αέρα, μετατρέπεται τελικά σε ένα σκληρό στεγνό και ελαστικό προϊόν που χρησιμοποιείται στα χρώματα βαφής οχημάτων, στα βερνίκια και στα τυπογραφικά μελάνια
αρχ.
στυπτικός, αυτός που προκαλεί δυσκοιλιότητα.