χλῆδος: Difference between revisions
Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
(CSV import) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{FriskDe | {{FriskDe | ||
|ftr='''χλῆδος''': {khlē̃dos}<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': etwa [[Schutt]], [[Unrat]], [[Kehricht]] (A.''Fr''. 16 = 264 M., D. 55, 22 u. 27, Krates Kom. 27, Hdn.), = ὁ σωρὸς [[τῶν]] λίθων H.<br />'''Etymology''' : Unerklärt. Machek Ling. Posn. 5, 70 vergleicht slav., z.B. russ.-ksl. ''glěnъ'' [[Schleim]], [[zähe Feuchtigkeit]] (Suffixwechsel ''d'' : ''n''). Anders über die slav. Wörter Vasmer s. ''glenь'' (zu russ. ''glína'' [[Lehm]], [[Ton]]; s. auch [[γλοιός]]).<br />'''Page''' 2,1103 | |ftr='''χλῆδος''': {khlē̃dos}<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': etwa [[Schutt]], [[Unrat]], [[Kehricht]] (A.''Fr''. 16 = 264 M., D. 55, 22 u. 27, Krates Kom. 27, Hdn.), = ὁ σωρὸς [[τῶν]] λίθων H.<br />'''Etymology''' : Unerklärt. Machek Ling. Posn. 5, 70 vergleicht slav., z.B. russ.-ksl. ''glěnъ'' [[Schleim]], [[zähe Feuchtigkeit]] (Suffixwechsel ''d'' : ''n''). Anders über die slav. Wörter Vasmer s. ''glenь'' (zu russ. ''glína'' [[Lehm]], [[Ton]]; s. auch [[γλοιός]]).<br />'''Page''' 2,1103 | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[refuse]] | |||
}} | }} |
Revision as of 13:43, 4 July 2020
English (LSJ)
ὁ,
A slime, mud, the rubbish carried down by a flood or swept out of a house, A.Fr.16, D.55.22, 27: metaph., ἀργυρίου χλῆδον λαβών Crates Com.28 (on the accent v. Hdn.Gr.1.142; χλίδος Suid.).
German (Pape)
[Seite 1358] ὁ, auch χληδός betont, Schlamm, Gemülm, Unrath, Schutt, bes. die Unreinigkeiten, die ein reißender Strom mit sich führt, oder die ausgekehrt werden; Aesch. frg. 14; τὸν χλῆδον ἐμβαλὼν εἰς τὴν ὁδόν Dem. 55, 22. 27, v. l. χλίδον, vgl. B. A. 315.
Greek (Liddell-Scott)
χλῆδος: ὁ, φρυγανώδη χώματα, ἀποκαθάρματα, καὶ τὰ ὑπὸ ποταμῶν ἢ χειμάρρων καταβιβαζόμενα, ἢ ὅσα σαρώνει τις καὶ ῥίπτει ἔξω τῆς οἰκίας, Λατ. quisquiliae, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 14, Δημ. 1278. 4., 1279. 42. - Ὁ Σουΐδ. γράφει χλίδος. Ὁ ὀρθὸς τονισμὸς εἶναι γνωστὸς ἐκ τοῦ Ἀρκαδ. 47, (εἰ καὶ παρ’ αὐτῷ φέρεται χλῖδος) καὶ ἐκ τοῦ Ἁρποκρ. ἔνθα χλῆδος, πρβλ. τὴν λ. χέραδος.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
décombres, débris, ordures.
Étymologie: DELG étym. inconnue.
Greek Monolingual
και χληδός, ὁ, Α
λάσπη με σκουπίδια που παρασύρει και κατεβάζει ποταμός ή χείμαρρος («τὸν χλῆδον ἐκβαλὼν εἰς τὴν ὁδόν», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. λ., η οποία συνδέεται πιθ. με τον τ. χλέος, που εμφανίζει την ίδια σημ. και το ίδιο αρκτικό συμφωνικό σύμπλεγμα. Ωστόσο, οι τ. παραμένουν δυσερμήνευτοι από μορφολογική άποψη, εκτός από το επίθημα με οδοντικό -δ-, το οποίο είναι δυνατόν ίσως να διακρίνει κανείς στον τ. χλῆδος. Η σύνδεση, τέλος, τών τ. με το αρχ. σλαβ. glĕnŭ «πηλός, κολλώδης υγρασία» και άλλους σλαβ. τ. δεν θεωρείται πιθανή].
Greek Monotonic
χλῆδος: ὁ, πηλός, λάσπη, σκουπίδι, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
χλῆδος: ὁ отбросы, сор, мусор Aesch., Dem.
Middle Liddell
χλῆδος, ὁ,
slime, mud, rubbish, Dem.
Frisk Etymology German
χλῆδος: {khlē̃dos}
Grammar: m.
Meaning: etwa Schutt, Unrat, Kehricht (A.Fr. 16 = 264 M., D. 55, 22 u. 27, Krates Kom. 27, Hdn.), = ὁ σωρὸς τῶν λίθων H.
Etymology : Unerklärt. Machek Ling. Posn. 5, 70 vergleicht slav., z.B. russ.-ksl. glěnъ Schleim, zähe Feuchtigkeit (Suffixwechsel d : n). Anders über die slav. Wörter Vasmer s. glenь (zu russ. glína Lehm, Ton; s. auch γλοιός).
Page 2,1103