κουφολόγος: Difference between revisions
From LSJ
Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κουφολόγος''': -ον, ὁ ὁμιλῶν χωρὶς στόχασιν, [[ἄκριτος]], [[ἀστόχαστος]], | |lstext='''κουφολόγος''': -ον, ὁ ὁμιλῶν χωρὶς στόχασιν, [[ἄκριτος]], [[ἀστόχαστος]], Πολυδ. Ϛ΄, 119· κουφολόγον οἱ σοφισταὶ [[χρῆμα]] Φιλόστρ. 297. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 20:35, 7 July 2020
English (LSJ)
ον,
A lightly talking, Poll.6.119; κουφολόγον οἱ σοφισταὶ χρῆμα Philostr.VA7.16.
Greek (Liddell-Scott)
κουφολόγος: -ον, ὁ ὁμιλῶν χωρὶς στόχασιν, ἄκριτος, ἀστόχαστος, Πολυδ. Ϛ΄, 119· κουφολόγον οἱ σοφισταὶ χρῆμα Φιλόστρ. 297.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui parle à la légère.
Étymologie: κοῦφος, λέγω³.
Greek Monolingual
κουφολόγος, -ον (Α)
αυτός που μιλά απερίσκεπτα («κουφολόγον οἱ σοφισταὶ χρῆμα», Φιλόοτρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουφ(ο)- (ΙΙ) + -λόγος (< λόγος), πρβλ. γλωσσο-λόγος, ψευδο-λόγος.
Greek Monotonic
κουφολόγος: -ον (λέγω), αυτός που μιλά άκριτα.