κεντροφόρος: Difference between revisions
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kentroforos | |Transliteration C=kentroforos | ||
|Beta Code=kentrofo/ros | |Beta Code=kentrofo/ros | ||
|Definition=ον, <span class="sense" | |Definition=ον, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[with a sting]], Id. s.v. [[τενθρηδών]]. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> Subst., -<b class="b3">φόρος, ὁ,</b> = [[κεντρίνης]] <span class="bibl">1</span>, <span class="bibl">Opp.<span class="title">H.</span>4.244</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[containing the centre of the universe]], Porph. ap. <span class="bibl">Eus.<span class="title">PE</span>3.11</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 08:57, 11 December 2020
English (LSJ)
ον, A with a sting, Id. s.v. τενθρηδών. 2 Subst., -φόρος, ὁ, = κεντρίνης 1, Opp.H.4.244. II containing the centre of the universe, Porph. ap. Eus.PE3.11.
German (Pape)
[Seite 1418] einen Stachel tragend, Opp. Hal. 4, 244; vom Skorpion, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κεντροφόρος: -ον, ἔχων κέντρον, Ὀππ. Ἁλ. 4. 244.
Greek Monolingual
-ο (Α κεντροφόρος, -ον) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ζωολ. γένος καρχαροειδών χονδριχθύων της οικογένειας squalidae
αρχ.
1. αυτός που έχει κεντρί
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κεντροφόρος
ο κεντρίνης
3. αυτός που αποτελεί το κέντρο της οικουμένης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρον + -φόρος (< φόρος < φέρω), πρβλ. βαθμο-φόρος, πυρ-φόρος. Ως επιστημονικός όρος, η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. centrophorus].