μεθέορτος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μεθέορτος''': -ον, (ἑορτὴ) μεθέορτοι ἡμέραι, αἱ [[μετὰ]] τὴν ἑορτὴν ἡμέραι, Ἀντιφ. παρὰ [[Πολυδ]]. Α΄, 34· ἡ [[μετὰ]] τὴν ἑορτὴν [[ἡμέρα]], Πλούτ. 2. 1095Α· οὕτω, τὰ μεθέορτα, τὰ [[μετὰ]] τὴν ἑορτήν, Α. Β. 279, 22.
|lstext='''μεθέορτος''': -ον, (ἑορτὴ) μεθέορτοι ἡμέραι, αἱ [[μετὰ]] τὴν ἑορτὴν ἡμέραι, Ἀντιφ. παρὰ Πολυδ. Α΄, 34· ἡ [[μετὰ]] τὴν ἑορτὴν [[ἡμέρα]], Πλούτ. 2. 1095Α· οὕτω, τὰ μεθέορτα, τὰ [[μετὰ]] τὴν ἑορτήν, Α. Β. 279, 22.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 20:35, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεθέορτος Medium diacritics: μεθέορτος Low diacritics: μεθέορτος Capitals: ΜΕΘΕΟΡΤΟΣ
Transliteration A: methéortos Transliteration B: metheortos Transliteration C: metheortos Beta Code: meqe/ortos

English (LSJ)

ον, (ἑορτή)

   A after the feast, μεθέορτοι ἡμέραι, ἡ μ. (sc. ἡμέρα), the morrow of it, Antipho Soph.95, Plu.2.1095a; τὰ μ. AB 279.

German (Pape)

[Seite 111] ἡμέρα, ἡ, der Tag nach dem Feste, Antipho bei Poll. 1, 34; Plut. non posse 12.

Greek (Liddell-Scott)

μεθέορτος: -ον, (ἑορτὴ) μεθέορτοι ἡμέραι, αἱ μετὰ τὴν ἑορτὴν ἡμέραι, Ἀντιφ. παρὰ Πολυδ. Α΄, 34· ἡ μετὰ τὴν ἑορτὴν ἡμέρα, Πλούτ. 2. 1095Α· οὕτω, τὰ μεθέορτα, τὰ μετὰ τὴν ἑορτήν, Α. Β. 279, 22.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui vient après la fête.
Étymologie: μετά, ἑορτή.

Greek Monolingual

μεθέορτος, -ον (ΑM)
1. αυτός που υπάρχει ή συμβαίνει μετά την εορτή («μεθέορτοι ἡμέραι», Αντιφ. Σοφ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μεθέορτα
τα μεθεόρτια, τα μετά την εορτή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ἑορτή (πρβλ. φιλ-έορτος)].

Russian (Dvoretsky)

μεθέορτος: наступающий после праздника, послепраздничный (ἡμέρα Plut.).