ὀπισθέναρ: Difference between revisions
From LSJ
οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀπισθέναρ''': -ᾰρος, τό, τὸ [[ὄπισθεν]] τῆς χειρός, «καὶ τὸ μὲν [[ἔνδοθεν]] τῆς χειρὸς σαρκῶδες ἀπὸ τοῦ μεγάλου δακτύλου [[μέχρι]] τοῦ λιχανοῦ, [[θέναρ]] καλεῖται, τὸ δὲ [[ἔξωθεν]] [[ὀπισθέναρ]]» | |lstext='''ὀπισθέναρ''': -ᾰρος, τό, τὸ [[ὄπισθεν]] τῆς χειρός, «καὶ τὸ μὲν [[ἔνδοθεν]] τῆς χειρὸς σαρκῶδες ἀπὸ τοῦ μεγάλου δακτύλου [[μέχρι]] τοῦ λιχανοῦ, [[θέναρ]] καλεῖται, τὸ δὲ [[ἔξωθεν]] [[ὀπισθέναρ]]» Πολυδ. Β΄, 143, 144, Γαλην. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (Α [[ὀπισθέναρ]], -αρος)<br />η [[σαρκώδης]] [[προεξοχή]] που σχηματίζεται στο ωλένιο [[χείλος]] της παλάμης από τους μυς του μικρού δακτύλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀπισθο</i>-[[θέναρ]] (<span style="color: red;"><</span> [[ὄπισθεν]] <span style="color: red;">+</span> [[θέναρ]] «το [[κοίλο]] της παλάμης, [[χούφτα]]»), με [[απλολογία]] (<b>πρβλ.</b> [[αμφιφορεύς]] > [[αμφορεύς]])]. | |mltxt=το (Α [[ὀπισθέναρ]], -αρος)<br />η [[σαρκώδης]] [[προεξοχή]] που σχηματίζεται στο ωλένιο [[χείλος]] της παλάμης από τους μυς του μικρού δακτύλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀπισθο</i>-[[θέναρ]] (<span style="color: red;"><</span> [[ὄπισθεν]] <span style="color: red;">+</span> [[θέναρ]] «το [[κοίλο]] της παλάμης, [[χούφτα]]»), με [[απλολογία]] (<b>πρβλ.</b> [[αμφιφορεύς]] > [[αμφορεύς]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:25, 7 July 2020
English (LSJ)
ᾰρος, τό,
A the back of the hand, Poll.2.143, 144, 9.126.
German (Pape)
[Seite 358] αρος, τό, der Rücken der flachen Hand, Hippocr. u. Sp., vgl. Lob. zu Phryn. 870.
Greek (Liddell-Scott)
ὀπισθέναρ: -ᾰρος, τό, τὸ ὄπισθεν τῆς χειρός, «καὶ τὸ μὲν ἔνδοθεν τῆς χειρὸς σαρκῶδες ἀπὸ τοῦ μεγάλου δακτύλου μέχρι τοῦ λιχανοῦ, θέναρ καλεῖται, τὸ δὲ ἔξωθεν ὀπισθέναρ» Πολυδ. Β΄, 143, 144, Γαλην.
Greek Monolingual
το (Α ὀπισθέναρ, -αρος)
η σαρκώδης προεξοχή που σχηματίζεται στο ωλένιο χείλος της παλάμης από τους μυς του μικρού δακτύλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπισθο-θέναρ (< ὄπισθεν + θέναρ «το κοίλο της παλάμης, χούφτα»), με απλολογία (πρβλ. αμφιφορεύς > αμφορεύς)].