σχολιάζω: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=scholiazo
|Transliteration C=scholiazo
|Beta Code=sxolia/zw
|Beta Code=sxolia/zw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[write scholia]] or [[commentaries on]], <b class="b3">τὰ Λυκόφρονος</b> Tz.ad Lyc.1446.</span>
|Definition=<span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[write scholia]] or [[commentaries on]], <b class="b3">τὰ Λυκόφρονος</b> Tz.ad Lyc.1446.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 08:20, 12 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχολιάζω Medium diacritics: σχολιάζω Low diacritics: σχολιάζω Capitals: ΣΧΟΛΙΑΖΩ
Transliteration A: scholiázō Transliteration B: scholiazō Transliteration C: scholiazo Beta Code: sxolia/zw

English (LSJ)

   A write scholia or commentaries on, τὰ Λυκόφρονος Tz.ad Lyc.1446.

Greek (Liddell-Scott)

σχολιάζω: ἑρμηνεύω τι διὰ σχολίων, οἱ τὰ τοῦ Λυκόφρονος πρὸ ἡμῶν σχολιάσαντες Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 1446, πρβλ. Κραμ. Ἀν. Ὀξ. τ. 3, σ. 366, 3, κλπ.

Greek Monolingual

ΝΜ
γράφω σχόλια, ερμηνευτικές σημειώσεις σε έργο συγγραφέα, υπομνηματίζω
νεοελλ.
1. συνεκδ. κρίνω, γεγονότα, καταστάσεις ή τη συμπεριφορά κάποιων άλλων
2. επικρίνω
3. φρ. «σχολιασμένη έκδοση» — έκδοση αρχαίου κειμένου με σχόλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχόλιο(ν). Για την αρνητική σημ. του ρ. «επικρίνω, κουτσομπολεύω» βλ. λ. σχολή.