ξύλωμα: Difference between revisions

From LSJ

νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ksyloma
|Transliteration C=ksyloma
|Beta Code=cu/lwma
|Beta Code=cu/lwma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[piece of woodwork]], IG11(2).163<span class="title">A</span>20,29 (Delos, iii B.C.), 12 (2).14.9 (Mytil. ; <b class="b3">ξύλομα</b> lapis).</span>
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[piece of woodwork]], IG11(2).163<span class="title">A</span>20,29 (Delos, iii B.C.), 12 (2).14.9 (Mytil. ; [[ξύλομα]] lapis).</span>
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[ξύλωμα]]) [[ξυλώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τμήμα]] του αγγειώδους συστήματος τών [[φυτών]], [[σύνθετος]] [[ιστός]] ο [[οποίος]] μεταφέρει [[νερό]] και ανόργανα [[άλατα]] εν διαλύσει από τις ρίζες στα υπόλοιπα μέρη του φυτού και παρέχει [[μηχανική]] [[υποστήριξη]] στον φυτικό οργανισμό<br /><b>αρχ.</b><br />[[τεμάχιο]] κατεργασμένου ξύλου.
|mltxt=το (Α [[ξύλωμα]]) [[ξυλώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τμήμα]] του αγγειώδους συστήματος τών [[φυτών]], [[σύνθετος]] [[ιστός]] ο [[οποίος]] μεταφέρει [[νερό]] και ανόργανα [[άλατα]] εν διαλύσει από τις ρίζες στα υπόλοιπα μέρη του φυτού και παρέχει [[μηχανική]] [[υποστήριξη]] στον φυτικό οργανισμό<br /><b>αρχ.</b><br />[[τεμάχιο]] κατεργασμένου ξύλου.
}}
}}

Revision as of 10:04, 8 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠλωμα Medium diacritics: ξύλωμα Low diacritics: ξύλωμα Capitals: ΞΥΛΩΜΑ
Transliteration A: xýlōma Transliteration B: xylōma Transliteration C: ksyloma Beta Code: cu/lwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A piece of woodwork, IG11(2).163A20,29 (Delos, iii B.C.), 12 (2).14.9 (Mytil. ; ξύλομα lapis).

Greek Monolingual

το (Α ξύλωμα) ξυλώ
νεοελλ.
τμήμα του αγγειώδους συστήματος τών φυτών, σύνθετος ιστός ο οποίος μεταφέρει νερό και ανόργανα άλατα εν διαλύσει από τις ρίζες στα υπόλοιπα μέρη του φυτού και παρέχει μηχανική υποστήριξη στον φυτικό οργανισμό
αρχ.
τεμάχιο κατεργασμένου ξύλου.