σύνταρρος: Difference between revisions
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=syntarros | |Transliteration C=syntarros | ||
|Beta Code=su/ntarros | |Beta Code=su/ntarros | ||
|Definition=ον, (ταρρός, ταρσός) <span class="sense" | |Definition=ον, (ταρρός, ταρσός) <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[interwoven]], [[entangled]], <b class="b3">δένδρον σ</b>. a tree [[with interlacing roots]], ib.<span class="bibl">3.7.2</span>, cf. <span class="bibl">10.7</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 08:24, 12 December 2020
English (LSJ)
ον, (ταρρός, ταρσός) A interwoven, entangled, δένδρον σ. a tree with interlacing roots, ib.3.7.2, cf. 10.7.
Greek (Liddell-Scott)
σύνταρρος: -ον, (ταρρός, ταρσὸς) συμπεπλεγμένος, περίπλοκος, σύνταρρα δένδρα, ἔχοντα συμπεπλεγμένας τὰς ῥίζας, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 7, 2., 10, 7.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. πλεγμένος, περίπλοκος
2. φρ. «δένδρον σύνταρρον» — δένδρο του οποίου οι ρίζες αυξάνονται συμπλεκόμενες με τις ρίζες άλλων δέντρων (Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ταρρός, άλλος τ. του ταρσός «πλέγμα, καλαμωτή»].