ῥαγοειδής: Difference between revisions
Γυναῖκα θάπτειν κρεῖσσόν ἐστιν ἢ γαμεῖν → Sepelire satius feminam quam ducere → Ein Weib bestatten, besser ist's als heiraten
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥᾱγοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς [[ῥᾶγα]]· ῥ. [[χιτών]], ἐν τῷ ὀφθαλμῷ, ο χοριοειδὴς [[χιτών]], ὡς ἐοικὼς ῥαγὶ τῇ [[ἔξωθεν]] λειότητι καὶ τῇ [[ἔσωθεν]] δασύτητι Ροῦφ. Ἑφ. 36 ἔκδ. Clinch., | |lstext='''ῥᾱγοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς [[ῥᾶγα]]· ῥ. [[χιτών]], ἐν τῷ ὀφθαλμῷ, ο χοριοειδὴς [[χιτών]], ὡς ἐοικὼς ῥαγὶ τῇ [[ἔξωθεν]] λειότητι καὶ τῇ [[ἔσωθεν]] δασύτητι Ροῦφ. Ἑφ. 36 ἔκδ. Clinch., Πολυδ. Β΄, 70, Σουΐδ. ἐν λ. [[κόρη]], Γαλην. τ. 4, σ. 380, 2., τ. 6, σ. 877, 4, κτλ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές / [[ῥαγοειδής]], -ές, ΝΑ [[ῥάξ</i>, <i>ῥαγός]]<br />αυτός που μοιάζει με [[ράγα]], ο όμοιος με [[ρώγα]] («[[ραγοειδής]] [[υμένας]]» — ο [[μεσαίος]] [[υμένας]] του οφθαλμού)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ραγοειδής]] [[χιτώνας]]»<br /><b>ανατ.</b> [[σύνολο]] οφθαλμικών ιστών, μεσοδερμικής προέλευσης, που περιλαμβάνει την [[ίριδα]], το ακτινωτό [[σώμα]] και τον χοριοειδή χιτώνα του οφθαλμού, αλλ. [[αγγειώδης]] [[χιτώνας]]. | |mltxt=-ές / [[ῥαγοειδής]], -ές, ΝΑ [[ῥάξ</i>, <i>ῥαγός]]<br />αυτός που μοιάζει με [[ράγα]], ο όμοιος με [[ρώγα]] («[[ραγοειδής]] [[υμένας]]» — ο [[μεσαίος]] [[υμένας]] του οφθαλμού)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ραγοειδής]] [[χιτώνας]]»<br /><b>ανατ.</b> [[σύνολο]] οφθαλμικών ιστών, μεσοδερμικής προέλευσης, που περιλαμβάνει την [[ίριδα]], το ακτινωτό [[σώμα]] και τον χοριοειδή χιτώνα του οφθαλμού, αλλ. [[αγγειώδης]] [[χιτώνας]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:30, 7 July 2020
English (LSJ)
ές,
A like berries or grapes: ῥ. χιτών in the eye, the choroid membrane, but including the iris, Herophil. ap. [Ruf.]Anat.13, Ruf. Onom.153, Gal.UP10.4, Poll.2.70.
German (Pape)
[Seite 830] ές, beeren- oder traubenartig; χιτών, von der zweiten Adernhaut des Auges, Poll. 2, 70; Gal.
Greek (Liddell-Scott)
ῥᾱγοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς ῥᾶγα· ῥ. χιτών, ἐν τῷ ὀφθαλμῷ, ο χοριοειδὴς χιτών, ὡς ἐοικὼς ῥαγὶ τῇ ἔξωθεν λειότητι καὶ τῇ ἔσωθεν δασύτητι Ροῦφ. Ἑφ. 36 ἔκδ. Clinch., Πολυδ. Β΄, 70, Σουΐδ. ἐν λ. κόρη, Γαλην. τ. 4, σ. 380, 2., τ. 6, σ. 877, 4, κτλ.
Greek Monolingual
-ές / ῥαγοειδής, -ές, ΝΑ [[ῥάξ, ῥαγός]]
αυτός που μοιάζει με ράγα, ο όμοιος με ρώγα («ραγοειδής υμένας» — ο μεσαίος υμένας του οφθαλμού)
νεοελλ.
φρ. «ραγοειδής χιτώνας»
ανατ. σύνολο οφθαλμικών ιστών, μεσοδερμικής προέλευσης, που περιλαμβάνει την ίριδα, το ακτινωτό σώμα και τον χοριοειδή χιτώνα του οφθαλμού, αλλ. αγγειώδης χιτώνας.