δασύστερνος: Difference between revisions

From LSJ

Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein

Menander, Monostichoi, 496
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")
(CSV import)
Line 36: Line 36:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[στέρνον]]<br />[[shaggy]]-breasted, Hes.
|mdlsjtxt=[[στέρνον]]<br />[[shaggy]]-breasted, Hes.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[with shaggy breast]]
}}
}}

Revision as of 15:10, 4 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δᾰσύστερνος Medium diacritics: δασύστερνος Low diacritics: δασύστερνος Capitals: ΔΑΣΥΣΤΕΡΝΟΣ
Transliteration A: dasýsternos Transliteration B: dasysternos Transliteration C: dasysternos Beta Code: dasu/sternos

English (LSJ)

ον,

   A shaggy-breasted, Hes.Op.514; of Nessus, S. Tr.557; ὑμέναιοι, of a Satyr, Nonn.D.28.90.

German (Pape)

[Seite 524] mit rauher, behaarter Brust, θῆρες Hes. O. 512; Νέσσος Soph. Tr. 557; sp. D., wie Nonn. D. 44, 918 λέαινα.

Greek (Liddell-Scott)

δασύστερνος: -ον, ὁ ἔχων δασύ, μαλλιαρὸν τὸ στῆθος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 512· ἐπὶ τοῦ Κενταύρου Νέσσου, Σοφ. Τρ. 557· ― οὕτω δασύστηθος, ον, Πρόκλ. Πτολ. 3. 14.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la poitrine velue.
Étymologie: δασύς, στέρνον.

Spanish (DGE)

(δᾰσύστερνος) -ον
de pecho peludo o velludode fieras, Hes.Op.514, Νέσσος S.Tr.557, cf. Nonn.D.17.200, de leones, Nonn.D.2.45, 14.361, de una tribu india, Nonn.D.26.91, δεχνυμένη Σατύροιο δασυστέρνους ὑμεναίους aceptando unas bodas con un sátiro de velludo pecho Nonn.D.28.90, Πάν Nonn.D.42.197.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δασύστερνος, -ον)
όποιος έχει στέρνο δασύ, τριχωτό
νεοελλ.
1. δασύστερνα, τα
ζώα με πυκνές τρίχες στο στέρνο
2. το αρσ. ως ουσ. δασύστερνος
γένος κολεόπτερων εντόμων.

Greek Monotonic

δασύστερνος: -ον (στέρνον), αυτός που έχει δασύτριχο στήθος, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

δᾰσύστερνος: с косматой грудью (θῆρες Hes.; Νέσσος Soph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δασύστερνος -ον [δασύς, στέρνον] met harige borst.

Middle Liddell

στέρνον
shaggy-breasted, Hes.

English (Woodhouse)

with shaggy breast

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)