κεραύλης: Difference between revisions

From LSJ

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κεραύλης''': -ου, ὁ, ὁ αὐλῶν διὰ κερατίνου ὀργάνου, [[Πολυδ]]. Δ΄, 74, Λουκ. Τραγ. 33· ― κεραυλία, ἡ, τὸ αὐλεῖν διὰ κερατίνου ὀργάνου, Κορνοῦτ. π. Θεῶν Φύσ. 6.
|lstext='''κεραύλης''': -ου, ὁ, ὁ αὐλῶν διὰ κερατίνου ὀργάνου, Πολυδ. Δ΄, 74, Λουκ. Τραγ. 33· ― κεραυλία, ἡ, τὸ αὐλεῖν διὰ κερατίνου ὀργάνου, Κορνοῦτ. π. Θεῶν Φύσ. 6.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 20:30, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεραύλης Medium diacritics: κεραύλης Low diacritics: κεραύλης Capitals: ΚΕΡΑΥΛΗΣ
Transliteration A: keraúlēs Transliteration B: keraulēs Transliteration C: keraylis Beta Code: kerau/lhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A horn-blower, Archil.172, Luc.Trag.33.

German (Pape)

[Seite 1422] ὁ, = κεραταύλης; Luc. Tragodop. 33; Archil. Poll. 4, 71.

Greek (Liddell-Scott)

κεραύλης: -ου, ὁ, ὁ αὐλῶν διὰ κερατίνου ὀργάνου, Πολυδ. Δ΄, 74, Λουκ. Τραγ. 33· ― κεραυλία, ἡ, τὸ αὐλεῖν διὰ κερατίνου ὀργάνου, Κορνοῦτ. π. Θεῶν Φύσ. 6.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
sonneur de trompe.
Étymologie: κέρας, αὐλέω.

Greek Monolingual

κεραύλης, ὁ (Α)
αυλητής που έπαιζε αυλό κατασκευασμένο από κέρατο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + -αύλης (< αυλός), πρβλ. καλαμ-αύλης, χορ-αύλης].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεραύλης -ου, ὁ [κέρας, αὐλέω] hoornblazer.

Russian (Dvoretsky)

κεραύλης: ου ὁ трубач, горнист Luc.