πρόπαππος: Difference between revisions

From LSJ

ἔχεις δὲ τῶν κάτωθεν ἐνθάδ᾽ αὖ θεῶν ἄμοιρον, ἀκτέριστον, ἀνόσιον νέκυν → and you have kept here something belonging to the gods below, a corpse deprived, unburied, unholy | but keepest in this world one who belongs to the gods infernal, a corpse unburied, unhonoured, all unhallowed

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πρόπαππος''': ὁ, ὁ τοῦ πάππου [[πατήρ]], Λατ. proavus, Ἀνδοκ. 23. 2, Λυσί. 143. 26, Πλάτ. Τίμ. 20Ε· «ὁ δὲ πάππου ἢ τήθης πατὴρ [[πρόπαππος]], ὡς Ἰσοκράτης· [[τάχα]] δ’ ἄν τοῦτον τριτοπάτορα Ἀριστοτέλης καλοῖ» [[Πολυδ]]. Γ΄, 17.
|lstext='''πρόπαππος''': ὁ, ὁ τοῦ πάππου [[πατήρ]], Λατ. proavus, Ἀνδοκ. 23. 2, Λυσί. 143. 26, Πλάτ. Τίμ. 20Ε· «ὁ δὲ πάππου ἢ τήθης πατὴρ [[πρόπαππος]], ὡς Ἰσοκράτης· [[τάχα]] δ’ ἄν τοῦτον τριτοπάτορα Ἀριστοτέλης καλοῖ» Πολυδ. Γ΄, 17.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 20:55, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόπαππος Medium diacritics: πρόπαππος Low diacritics: πρόπαππος Capitals: ΠΡΟΠΑΠΠΟΣ
Transliteration A: própappos Transliteration B: propappos Transliteration C: propappos Beta Code: pro/pappos

English (LSJ)

ὁ,

   A great-grandfather, And.2.26 codd., Lys.14.39, Pl. Ti.20e.    2 grandfather, M.Ant.1.4.

German (Pape)

[Seite 738] ὁ, der vor dem Großvater vorhergeht, Urgroßvater; Plat. Tim. 20 e; Andoc. 1, 106.

Greek (Liddell-Scott)

πρόπαππος: ὁ, ὁ τοῦ πάππου πατήρ, Λατ. proavus, Ἀνδοκ. 23. 2, Λυσί. 143. 26, Πλάτ. Τίμ. 20Ε· «ὁ δὲ πάππου ἢ τήθης πατὴρ πρόπαππος, ὡς Ἰσοκράτης· τάχα δ’ ἄν τοῦτον τριτοπάτορα Ἀριστοτέλης καλοῖ» Πολυδ. Γ΄, 17.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
bisaïeul.
Étymologie: πρό, πάππος.

Greek Monolingual

ο / πρόπαππος, ΝΜΑ πάππος/πάπος]
ο πατέρας του παππού ή της γιαγιάς.

Greek Monotonic

πρόπαππος: ὁ, ο πατέρας του παππού, σε Ρητ.

Russian (Dvoretsky)

πρόπαππος: ὁ прадед Lys., Plat., Arst., Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρό-παππος -ου, ὁ overgrootvader.

Middle Liddell

πρόπαππος, ὁ,
a great-grandfather, Oratt.