ὀξυβόας: Difference between revisions
τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oksyvoas | |Transliteration C=oksyvoas | ||
|Beta Code=o)cubo/as | |Beta Code=o)cubo/as | ||
|Definition=and ὀξῠ-βόης, ου, ὁ, <span class="sense" | |Definition=and ὀξῠ-βόης, ου, ὁ, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[shrill-screaming]], of birds, <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>57</span> ; of men, <span class="bibl">Luc.<span class="title">JTr.</span>31</span> ; [[sharp-buzzing]], of mosquitoes, <span class="title">AP</span>5.150 (Mel.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 00:10, 13 December 2020
English (LSJ)
and ὀξῠ-βόης, ου, ὁ, A shrill-screaming, of birds, A.Ag.57 ; of men, Luc.JTr.31 ; sharp-buzzing, of mosquitoes, AP5.150 (Mel.).
German (Pape)
[Seite 352] u. ὀξυβόης, ὁ, scharf, hell, laut rufend, schreiend; Aesch. Ag. 57; κώνωπες, Mel. 93 (V, 151); Luc. Iup. Trag. 31.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξῠβόας: καὶ -βόης, ου, ὁ ὀξέως βοῶν, ἐπὶ πτηνῶν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 57· ὁ ὀξέως βομβῶν, ἐπὶ κώνωπος, Ἀνθολ. Π. 5. 151, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγῳδ. 31.
French (Bailly abrégé)
dor. c. ὀξυβόης.
Greek Monolingual
ο (Α ὀξυβόας και ὀξυβόης)
νεοελλ.
μουσ. ο οξύαυλος, το όμποε
αρχ.
ως επίθ. α) (για πτηνό) αυτός που κρώζει δυνατά, που εκβάλλει κρωγμούς
β) (για κουνούπι) αυτός που βομβεί δυνατά
γ) (για πρόσ.) αυτός που φωνάζει δυνατά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -βόας (< βοή), πρβλ. τηλε-βόας. Η λ. με τη νεοελλ. της σημ. είναι απόδοση του ιταλ. oboe (πρβλ. οξύαυλος)].
Russian (Dvoretsky)
ὀξυβόᾱς: ου adj. m дор. = ὀξῠβόης.