τεκμαρτικός: Difference between revisions

From LSJ

ὥστεβίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τεκμαρτικός''': -ή, -όν, ὁ τεκμαιρόμενος, στοχαζόμενος, [[στοχαστικός]], [[Πολυδ]]. Θ΄, 152.
|lstext='''τεκμαρτικός''': -ή, -όν, ὁ τεκμαιρόμενος, στοχαζόμενος, [[στοχαστικός]], Πολυδ. Θ΄, 152.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[τεκμαρτός]]<br />[[ικανός]] στη [[συναγωγή]] συμπερασμάτων.
|mltxt=-ή, -όν, Α [[τεκμαρτός]]<br />[[ικανός]] στη [[συναγωγή]] συμπερασμάτων.
}}
}}

Revision as of 21:00, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεκμαρτικός Medium diacritics: τεκμαρτικός Low diacritics: τεκμαρτικός Capitals: ΤΕΚΜΑΡΤΙΚΟΣ
Transliteration A: tekmartikós Transliteration B: tekmartikos Transliteration C: tekmartikos Beta Code: tekmartiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A skilled in determining, sagacious, condemned by Poll.9.152.

Greek (Liddell-Scott)

τεκμαρτικός: -ή, -όν, ὁ τεκμαιρόμενος, στοχαζόμενος, στοχαστικός, Πολυδ. Θ΄, 152.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α τεκμαρτός
ικανός στη συναγωγή συμπερασμάτων.