ὀρθόβουλος: Difference between revisions
ἐφ' ὅσον αὐτοῦ ἡ ὑπόστασις τῶν χρόνων ὑπῆρχεν → as long as his store of years lasted
(CSV import) |
|||
Line 33: | Line 33: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ὀρθό-βουλος, ον,<br />[[right]]-counselling, Pind., Aesch. | |mdlsjtxt=ὀρθό-βουλος, ον,<br />[[right]]-counselling, Pind., Aesch. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[sensible]] | |||
}} | }} |
Revision as of 14:30, 4 July 2020
English (LSJ)
ον,
A right-counselling, wise, μῆτις, μαχαναί, Pi.P.4.262,8.75 ; of persons, A.Pr.18.
German (Pape)
[Seite 374] grade, recht rathend, guten Rath gebend; μῆτις, μαχαναί, Pind. P. 4, 262. 8, 78; Θέμις, Aesch. Prom. 18.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρθόβουλος: ὁ ὀρθὰ βουλευόμενος, σοφός, μῆτις, μηχαναὶ Πινδ. Π. 4. 466., 8. 106· ἐπὶ προσώπων, Αἰσχύλ. Πρ. 18.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui conseille droitement, qui donne des sages avis.
Étymologie: ὀρθός, βουλή.
English (Slater)
ὀρθόβουλος, -ον
1 of correct counsel ὀρθόβουλον μῆτιν ἐφευρομένοις (P. 4.262) ὀρθοβούλοισι μαχαναῖς (P. 8.75)
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ὀρθόβουλος, -ον)
αυτός που σκέπτεται σωστά, που δίνει ορθή βουλή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -βουλος (< βουλή «σκέψη»), πρβλ. κακό-βουλος].
Greek Monotonic
ὀρθόβουλος: -ον, αυτός που παρέχει σωστές συμβουλές σε Πίνδ., Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ὀρθόβουλος: дающий справедливые советы, правильно советующий (μῆτις Pind.; Θέμις Aesch.).
Middle Liddell
ὀρθό-βουλος, ον,
right-counselling, Pind., Aesch.