λυχνοῦχος: Difference between revisions
Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us
(CSV import) |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lychnoychos | |Transliteration C=lychnoychos | ||
|Beta Code=luxnou=xos | |Beta Code=luxnou=xos | ||
|Definition=ὁ, (ἔχω) <span class="sense" | |Definition=ὁ, (ἔχω) <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[lampstand]], καὶ τὸν λ. ἔκφερ' ἐνθεὶς τὸν λύχνον <span class="bibl">Pherecr.40</span>; διαστίλβονθ' ὁρῶμεν ὥσπερ ἐν καινῷ λ. <span class="bibl">Ar.<span class="title">Fr.</span>8</span>; ἐξελὼν ἐκ τοῦ λυχνούχου τὸν λύχνον <span class="bibl">Alex.102</span>, cf. <span class="bibl">Lys.<span class="title">Fr.</span>83</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 11:12, 11 December 2020
English (LSJ)
ὁ, (ἔχω) A lampstand, καὶ τὸν λ. ἔκφερ' ἐνθεὶς τὸν λύχνον Pherecr.40; διαστίλβονθ' ὁρῶμεν ὥσπερ ἐν καινῷ λ. Ar.Fr.8; ἐξελὼν ἐκ τοῦ λυχνούχου τὸν λύχνον Alex.102, cf. Lys.Fr.83.
Greek (Liddell-Scott)
λυχνοῦχος: ὁ, (ἔχω) λυχνοστάτης ἐφ’ οὗ ὁ λύχνος ἐτοποθετεῖτο, καὶ τὸν λυχνοῦχον ἔκφερ’ ἐνθεὶς τὸν λύχνον Φερεκ. ἐν «Δουλοδιδασκάλῳ» 5· διαστίλβονθ’ ὁρῶμεν ὥσπερ ἐν καινῷ λυχνούχῳ Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 114· ἐξελὼν ἐκ τοῦ λυχνούχου τὸν λύχνον Ἄλεξ. ἐν «Κηρυττομένῳ» 1, πρβλ. Λυσ. Ἀποσπ. 51, Bgk. ἐν Meineke Κωμ. Ἀποσπ. 2. σ 1060, Λοβ. Φρύν. 60.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
flambeau ou lanterne.
Étymologie: λύχνος, ἔχω.
Greek Monolingual
λυχνοῡχος, ὁ (Α)
ο λυχνοστάτης («ἐξελὼν ἐκ τοῦ λυχνούχου τὸν λύχνον», Αλεξ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύχνος + -οῦχος (< ἔχω)].
Russian (Dvoretsky)
λυχνοῦχος: ὁ подставка для светильника Arph., Plut.