διαιωνίζω: Difference between revisions

From LSJ

δήλωσιν ποιούμενος ὅτι ὁ ἐντυγχάνων τοῖς τε λίθοις καὶ τοξεύμασι διεφθείρετο → intimating that it was a mere matter of chance who was hit and killed by stones and bow-shots

Source
m (Text replacement - ", [[to be " to ", to [[be ")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diaionizo
|Transliteration C=diaionizo
|Beta Code=diaiwni/zw
|Beta Code=diaiwni/zw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[perpetuate]], τὸ γένος <span class="bibl">Ph.2.318</span>:—Pass., <span class="bibl">Id.<span class="title">Fr.</span>64</span> H.; but usu. intr., to [[be eternal]], <span class="bibl">Id.2.190</span>,al.</span>
|Definition=<span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[perpetuate]], τὸ γένος <span class="bibl">Ph.2.318</span>:—Pass., <span class="bibl">Id.<span class="title">Fr.</span>64</span> H.; but usu. intr., to [[be eternal]], <span class="bibl">Id.2.190</span>,al.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 18:20, 10 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαιωνίζω Medium diacritics: διαιωνίζω Low diacritics: διαιωνίζω Capitals: ΔΙΑΙΩΝΙΖΩ
Transliteration A: diaiōnízō Transliteration B: diaiōnizō Transliteration C: diaionizo Beta Code: diaiwni/zw

English (LSJ)

   A perpetuate, τὸ γένος Ph.2.318:—Pass., Id.Fr.64 H.; but usu. intr., to be eternal, Id.2.190,al.

Greek (Liddell-Scott)

διαιωνίζω: διατηρῶ τι εἰς αἰῶνας, αἰώνιον, Φίλων 2. 318· ― ἀμετάβ., διαρκῶ αἰωνίως, εἶμαι αἰώνιος, αὐτόθι 154· ― πρβλ. Κόντ. Γλωσσ. Παρατ. σ. 6 - 7.

Spanish (DGE)

1 intr. ser eterno de la divinidad, Ph.2.190
vivir o durar eternamente σὺν τῷ Πατρὶ διαιωνίζειν Ath.Al.Gent.47, cf. Basil.M.31.245D, Pamph.Mon.Soter.145, τοῦ μὲν σοφοῦ ἡ ζωὴ διαιωνίζει διὰ τῆς μνήμης, τὸν δὲ ἄφρονα διαδέχεται λήθη Gr.Nyss.Hom.in Eccl.365.20, cf. Rom.Mel.74.γʹ.7, σχοίημεν ... τὴν χάριν διαιωνίζουσαν Didym.M.39.769A
perpetuarse ἄρτοι διαιωνίζοντες panes que se perpetúan, e.d. que se distribuyen con regularidad Io.Mal.Chron.12.289, cf. M.97.484A
subst. τὸ διαιωνίζον la perpetuidad Procl.in Euc.90.8
tb. en v. med. τὰ πράγματα διαιωνίζεται Ph.Fr.64
fig. de abstr. διαιωνίζουσα ἄτη Sch.A.Ch.68a.
2 tr. perpetuar τὸ γένος Ph.2.318, τὴν μνήμην Eus.VC 3.41.

Greek Monolingual

(AM διαιωνίζω) αιών
1. διατηρώ κάτι στους αιώνες, το κάνω αιώνιο
2. φρ. «διαιωνίζω το είδος», «διαιωνίζω το γένος» — αποκτώ παιδιά, απογόνους
νεοελλ.
αναβάλλω τη λύση ενός ζητήματος, παρατείνω επ' αόριστον («διαιωνίζω το πρόβλημα», «η ίδια κατάσταση διαιωνίζεται»)
αρχ.
είμαι αιώνιος, διαρκώ αιώνια, διαρκώ επ' άπειρον.