καρπισμός: Difference between revisions
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=karpismos | |Transliteration C=karpismos | ||
|Beta Code=karpismo/s | |Beta Code=karpismo/s | ||
|Definition=(A), ὁ, ([[καρπίζω]] A) <span class="sense" | |Definition=(A), ὁ, ([[καρπίζω]] A) <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[exhaustion]], τῆς γῆς <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>4.8.2</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[profit]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>952b6</span>.</span><br /><span class="bld">καρπ-ισμός</span> (B), ὁ, ([[καρπίζω]] B), καρπ-ιστεία and καρπ-ιστία, ἡ, = Lat. <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[vindiciae]], Gloss.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 22:30, 10 December 2020
English (LSJ)
(A), ὁ, (καρπίζω A) A exhaustion, τῆς γῆς Thphr.CP4.8.2. II profit, Arist.Pr.952b6.
καρπ-ισμός (B), ὁ, (καρπίζω B), καρπ-ιστεία and καρπ-ιστία, ἡ, = Lat. A vindiciae, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1328] ὁ, 1) das Einsammeln, Ernten der Früchte; τῆς γῆς, das Aussaugen der Erde durch übertriebenen Anbau, Theophr. – 2) das Freisprechen eines Sklaven durch den römischen Prätor, der ihn mit einer Ruthe, καρπίς, berührte, emancipatio, Clem. Alex. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
καρπισμός: ὁ, (καρπίζω Α) ἡ συγκομιδὴ καρποῦ, καρ. τῆς γῆς, ἐξάντλησις τοῦ ἐδάφους, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 8, 2.
Greek Monolingual
(I)
ο (Α καρπισμός) καρπίζω (Ι)]
νεοελλ.
συλλογή, συγκομιδή καρπών
αρχ.
εξάντληση («καρπισμὸς τῆς γῆς», Θεόφρ.).
(II)
καρπισμός, ὁ (Α) καρπίζω (II)]
η απελευθέρωση δούλου που γινόταν επίσημα με το άγγιγμά του από τον κύριό του με ράβδο.