σάρων: Difference between revisions

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[λάγνος]], τινὲς δὲ τὸ γυναικεῑον».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ., όπως και ο παρλλ. τ. [[σάραβος]]. Πολλοί έχουν συνδέσει τους τ. με το ρ. [[σαίρω]] (Ι) «[[χάσκω]]» (<b>βλ.</b> και λ. [[σαρωνίς]])].
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[λάγνος]], τινὲς δὲ τὸ γυναικεῖον».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ., όπως και ο παρλλ. τ. [[σάραβος]]. Πολλοί έχουν συνδέσει τους τ. με το ρ. [[σαίρω]] (Ι) «[[χάσκω]]» (<b>βλ.</b> και λ. [[σαρωνίς]])].
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: <b class="b3">λάγνος τινες δε γυναικεῖον</b> H.<br />Other forms: Cf. <b class="b3">σάραβος τὸ γυναικεῖον αἰδοῖον</b> H.<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Unknown.
|etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: <b class="b3">λάγνος τινες δε γυναικεῖον</b> H.<br />Other forms: Cf. <b class="b3">σάραβος τὸ γυναικεῖον αἰδοῖον</b> H.<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Unknown.
}}
}}

Revision as of 10:22, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σάρων Medium diacritics: σάρων Low diacritics: σάρων Capitals: ΣΑΡΩΝ
Transliteration A: sárōn Transliteration B: sarōn Transliteration C: saron Beta Code: sa/rwn

English (LSJ)

λάγνος, τινὲς δὲ τὸ γυναικεῖον, Hsch. σαρῶνες· τὰ τῶν θηρατῶν λινά, Id. (cf. σαρδών). σαρωνίζω,= διασαρωνίζω, Id. (σαρκ- cod.).

German (Pape)

[Seite 864] ὁ, nach Einigen geil, nach Andern die weibliche Schaam, Hesych., wahrscheinlich von σαίρω.

Greek (Liddell-Scott)

σάρων: -ωνος, ὁ, αἰσχρὸς ἄνθρωπος, λάγνος· ὡσαύτως τὸ γυναικεῖον αἰδοῖον, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

1 = λάγνος;
2 τινὲς δὲ τὸ γυναικεῖον, Hsch.
Étymologie: DELG apparenté à σάραβος, σέσηρα.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «λάγνος, τινὲς δὲ τὸ γυναικεῖον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ., όπως και ο παρλλ. τ. σάραβος. Πολλοί έχουν συνδέσει τους τ. με το ρ. σαίρω (Ι) «χάσκω» (βλ. και λ. σαρωνίς)].

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: λάγνος τινες δε γυναικεῖον H.
Other forms: Cf. σάραβος τὸ γυναικεῖον αἰδοῖον H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown.