σῶτρον: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σῶτρον''': τό, ἡ ξυλίνη τοῦ τροχοῦ [[περιφέρεια]], δηλ. ἡ [[ἀψίς]], ὁ δὲ περιβάλλων αὐτὴν [[σιδηροῦς]] [[κύκλος]] ἐκαλεῖτο [[ἐπίσωτρον]], [[Πολυδ]]. Α΄, 144, Ι΄, 53. ― Ὁ Ἡσύχ. ἐν λέξ. [[σῶστρα]] μνημονεύει καὶ τύπον σωτρεύματα.
|lstext='''σῶτρον''': τό, ἡ ξυλίνη τοῦ τροχοῦ [[περιφέρεια]], δηλ. ἡ [[ἀψίς]], ὁ δὲ περιβάλλων αὐτὴν [[σιδηροῦς]] [[κύκλος]] ἐκαλεῖτο [[ἐπίσωτρον]], Πολυδ. Α΄, 144, Ι΄, 53. ― Ὁ Ἡσύχ. ἐν λέξ. [[σῶστρα]] μνημονεύει καὶ τύπον σωτρεύματα.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 21:00, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῶτρον Medium diacritics: σῶτρον Low diacritics: σώτρον Capitals: ΣΩΤΡΟΝ
Transliteration A: sō̂tron Transliteration B: sōtron Transliteration C: sotron Beta Code: sw=tron

English (LSJ)

τό,

   A wooden felloe of the wheel (the iron hoop or tire being ἐπίσωτρον), Poll.1.144, 10.53; cf. σωτεύματα.

German (Pape)

[Seite 1061] τό, der hölzerne Umfang des Rades, das Holz, das diesen Umfang bildet, die Felge, VLL.; die eiserne Bedeckung oder Einfassung des äußern Rades hieß ἐπίσωτρον, entweder von σώομαι = σο ῦμαι, σεύομαι, auf den schnellen Umschwung des Rades gehend, od. wahrscheinlicher von σῶς, aus einem Stücke gearbeitet, schwerlich von σώζω, ein Reif, um das Holz zu schonen.

Greek (Liddell-Scott)

σῶτρον: τό, ἡ ξυλίνη τοῦ τροχοῦ περιφέρεια, δηλ. ἡ ἀψίς, ὁ δὲ περιβάλλων αὐτὴν σιδηροῦς κύκλος ἐκαλεῖτο ἐπίσωτρον, Πολυδ. Α΄, 144, Ι΄, 53. ― Ὁ Ἡσύχ. ἐν λέξ. σῶστρα μνημονεύει καὶ τύπον σωτρεύματα.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
jante, roue.
Étymologie: DELG σεύομαι.

Russian (Dvoretsky)

σῶτρον: τό деревянный обод колеса (ср. ἐπίσσωτρον).