ἑτεροσκελής: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eteroskelis
|Transliteration C=eteroskelis
|Beta Code=e(teroskelh/s
|Beta Code=e(teroskelh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[with uneven legs]], <span class="bibl">Hippiatr.13</span>; of a triangle, [[scalene]], <span class="bibl">Poll.4.161</span>.</span>
|Definition=ές, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[with uneven legs]], <span class="bibl">Hippiatr.13</span>; of a triangle, [[scalene]], <span class="bibl">Poll.4.161</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 22:35, 12 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτεροσκελής Medium diacritics: ἑτεροσκελής Low diacritics: ετεροσκελής Capitals: ΕΤΕΡΟΣΚΕΛΗΣ
Transliteration A: heteroskelḗs Transliteration B: heteroskelēs Transliteration C: eteroskelis Beta Code: e(teroskelh/s

English (LSJ)

ές,    A with uneven legs, Hippiatr.13; of a triangle, scalene, Poll.4.161.

German (Pape)

[Seite 1050] ές, mit ungleichen Schenkeln, Mathem. u. Poll. 4, 160; – auf einem Beine lahm, Hippiatr.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτεροσκελής: -ές, ἔχων ἄνισα τὰ σκέλη, Ἱππιατρ. 13. σ. 53· ἐπὶ τριγώνου, τρίγωνον ἰσοσκελές, ἑτεροσκελές, σκαληνόν Πολυδ. Δ΄, 161.

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ ἑτεροσκελής, -ές)
νεοελλ.-μσν.
(για ανθρώπους) αυτός που έχει το ένα μόνο από τα δύο πόδια, ο ανισοσκελής, ο ετερόπους, ο χωλός, ο κουτσός
νεοελλ.
φρ. «ετεροσκελής ισολογισμός»
α) ο ισολογισμός που περιέχει μόνο το κεφάλαιο τών εσόδων ή τών εξόδων
β) ο ισολογισμός στον οποίο οι εισπράξεις δεν εξισούνται προς τις δαπάνες (αντί του ανισοσκελής)
αρχ.
(για τρίγωνο) αυτός που έχει τα σκέλη άνισα, ο ανισοσκελής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -σκελής (< σκέλος), πρβλ. ισο-σκελής].