λυκίσκος: Difference between revisions
Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lykiskos | |Transliteration C=lykiskos | ||
|Beta Code=luki/skos | |Beta Code=luki/skos | ||
|Definition=<b class="b3">ἡ μὴ ἔχουσα ἀξονίσκον τροχαλία, τρῆμα δὲ μόνον, ἢ ἄνοδος δόματος</b>, Hsch. λῠκοβᾰτίας <b class="b3"> | |Definition=<b class="b3">ἡ μὴ ἔχουσα ἀξονίσκον τροχαλία, τρῆμα δὲ μόνον, ἢ ἄνοδος δόματος</b>, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] λῠκοβᾰτίας <b class="b3">δρυμός· ἐν ᾧ οἱ λύκοι διατρίβουσι</b>, Id. (post [[λυκαιχλίας]]). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 09:14, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ μὴ ἔχουσα ἀξονίσκον τροχαλία, τρῆμα δὲ μόνον, ἢ ἄνοδος δόματος, Hsch. λῠκοβᾰτίας δρυμός· ἐν ᾧ οἱ λύκοι διατρίβουσι, Id. (post λυκαιχλίας).
Greek (Liddell-Scott)
λυκίσκος: «ἡ μὴ ἔχουσα ἀξονίσκον τροχαλία, τρῆμα δὲ μόνον» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ο (Α λυκίσκος) λύκος
νεοελλ.
βοτ. κοινή ονομασία του γένους αγγειόσπερμων φυτών δικότυλων φυτών humulus που ανήκουν στην οικογένεια κανναβίδες, οι κώνοι ενός είδους του οποίου χρησιμοποιούνται στη ζυθοποιία και στη φαρμακοποιία
αρχ.
1. (κατά τον Ησύχ.) «ἡ μὴ ἔχουσα ἀξονίσκον τροχαλία, τρῆμα δὲ μόνον ἢ ἄνοδος δόματος».