πεῖσις: Difference between revisions
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=peisis | |Transliteration C=peisis | ||
|Beta Code=pei=sis | |Beta Code=pei=sis | ||
|Definition=εως, ἡ, (πάσχω, πείσομαι) <span class="sense" | |Definition=εως, ἡ, (πάσχω, πείσομαι) <span class="sense"> <span class="bld">A</span> = [[πάθος]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Loc.Hom.</span> 1</span>, <span class="bibl">Sor.2.3</span>, Gal.1.141; ἡ χολέρα π. τοῦ στομάχου <span class="bibl">Cass.<span class="title">Pr.</span>59</span>, cf. <span class="bibl">Alex.Aphr.<span class="title">Pr.</span> 1.138</span> : generally, [[affection]], [[susceptibility]], κινήσεις καὶ π. ψυχῆς <span class="bibl">Ph.1.617</span>; <b class="b3">αἰσθητικαί, σωματικαὶ π</b>., <span class="bibl">M.Ant.3.6</span>, <span class="bibl">7.55</span> ; πείσεων καὶ παθῶν <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>7.384</span>; <b class="b3">ποίησίν τε καὶ π</b>. <span class="bibl">Plot.3.1.4</span>, cf. <span class="bibl">3.6.7</span>, al. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> ([[πείθὠ]] [[persuasion]], <span class="bibl">Id.2.9.14</span>(pl.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:25, 11 December 2020
English (LSJ)
εως, ἡ, (πάσχω, πείσομαι) A = πάθος, Hp.Loc.Hom. 1, Sor.2.3, Gal.1.141; ἡ χολέρα π. τοῦ στομάχου Cass.Pr.59, cf. Alex.Aphr.Pr. 1.138 : generally, affection, susceptibility, κινήσεις καὶ π. ψυχῆς Ph.1.617; αἰσθητικαί, σωματικαὶ π., M.Ant.3.6, 7.55 ; πείσεων καὶ παθῶν S.E.M.7.384; ποίησίν τε καὶ π. Plot.3.1.4, cf. 3.6.7, al. II (πείθὠ persuasion, Id.2.9.14(pl.).
German (Pape)
[Seite 547] ἡ, = πάθος, Hipp.; bei spätern Philosophen hießen πείσεις bes. die mäßigern u. edlern Leidenschaften, S. Emp. öfter, ἐκ τῶν περὶ αὐτῷ πείσεων καὶ παθῶν, adv. log. 1, 384; vgl. M. Ant. 3, 6. ἡ, Ueberredung, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πεῖσις: -εως, ἡ, (πάσχω, πείσομαι) = πάθος, Ἱππ. 408. 26, Γαλην., κλ.· - παρὰ μεταγεν. φιλοσόφοις πείσεις καλοῦνται τὰ λεπτότερα καὶ ἠπιώτερα αἰσθήματα, αἱ ὁρμαί, Φίλων 1. 617, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 383, κτλ., ἴδε Gataker εἰς Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 3. 6.
Greek Monolingual
(I)
ἡ, Α
1. το πάθος, το νόσημα, η ασθένεια («πᾶν τὸ σῶμα αἰσθήσεται τὴν πεῑσιν», Ιπποκρ.)
2. στον πληθ. αἱ πείσεις
μτφ. οι μέτριες και ευγενείς ορμές, τα λεπτότερα και πιο ήπια αισθήματα του ανθρώπου («κινήσεις και πείσεις της ψυχής», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πάσχω.
(II)
ἡ, Α πείθω
η πειθώ, η κατάπειση.
Russian (Dvoretsky)
πεῖσις: εως ἡ πάσχω филос. душевное волнение, эмоция Sext.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πεῖσις -εως, ἡ [πάσχω] geneesk. ziekte.