ἐξωτέρω: Difference between revisions
Νόμοις ἕπεσθαι τοῖσιν ἐγχώροις καλόν → Res est honesta pro locis leges sequi → Gesetzen seines Land's zu folgen das ist recht
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eksotero | |Transliteration C=eksotero | ||
|Beta Code=e)cwte/rw | |Beta Code=e)cwte/rw | ||
|Definition=Adv., Comp. of [[ἔξω]], <span class="sense" | |Definition=Adv., Comp. of [[ἔξω]], <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[more outside]], δρόμου ἐ. <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span>1023</span>, cf. <span class="bibl">Arist.<span class="title">Metaph.</span>1055a25</span>, <span class="bibl">LXX<span class="title">Jb.</span>18.17</span>, etc.:—hence later, Adj. ἐξώτερος, [[outer]], <span class="bibl">LXX<span class="title">Ex.</span>26.4</span>, etc., <span class="bibl"><span class="title">Ev.Matt.</span>8.12</span>; ξυστός <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>896.14</span> (iv A.D.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 18:45, 12 December 2020
English (LSJ)
Adv., Comp. of ἔξω, A more outside, δρόμου ἐ. A.Ch.1023, cf. Arist.Metaph.1055a25, LXXJb.18.17, etc.:—hence later, Adj. ἐξώτερος, outer, LXXEx.26.4, etc., Ev.Matt.8.12; ξυστός POxy.896.14 (iv A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐξωτέρω: Ἐπίρρ. συγκρ. τοῦ ἔξω, πλέον ἔξω, ἡνιοστρόφου δρόμου ἐξωτέρω Αἰσχύλ. Χο. 1023· ὡσαύτως ἐν Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 9. 4, 5: - Ἐντεῦθεν ἐπίθ. ἐξώτερος, α, ον, ὁ πλέον ἔξω ὤν, τῆς αὐλαίας τῆς ἐξωτέρας Ἑβδ. (Ἔξοδ. κϛʹ, 4)· σκότος τὸ ἐξώτερον, τὸ σκότος τὸ ἔξω τῶν ὁρίων τῶν καταλαμπομένων ὑπὸ τοῦ θείου φωτὸς βασιλείων τοῦ Χριστοῦ, Εὐαγγ. κ. Ματθ. η΄, 12, κβ΄, 3, κδ΄, 307· «σκότος δὲ τὸ ἐξώτερον, τόπος ἐστὶ κολάσεως χαλεπωτάτης» Εὐθ. Ζυγαβηνοῦ Ἑρμην., κτλ., τ. 1. σ. 153, ἔκδ. Φαρμακίδου. - Ἐπίρρ. ἐξωτέρως, ἐξωτερικῶς, Μακάριος 484Β.
French (Bailly abrégé)
v. ἔξω.
Greek Monotonic
ἐξωτέρω: επίρρ., συγκρ. του ἔξω, πιο έξω, περισσότερο έξω, με γεν., σε Αισχύλ.· από όπου επίθ., ἐξώτερος, εξωτερικός, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ἐξωτέρω: adv. compar. к ἔξω II: ἐ. ἀποκάμπτειν τοῦ τέρματος Arst. обогнуть конечный столб (на ристалище) довольно широким кругом.