φανερώνω: Difference between revisions

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
mNo edit summary
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=φανερῶ, -όω, ΝΜΑ [[φανερός]]<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] φανερό, [[εμφανίζω]], [[παρουσιάζω]]<br /><b>2.</b> [[αποκαλύπτω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[δηλώνω]], [[σημαίνω]] («τα [[λόγια]] του φανερώνουν [[μεγάλη]] [[αγάπη]] για τη ζωή»)<br /><b>2.</b> (σχετικά με [[μυστικό]]) [[μαρτυρώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] γνωστό, [[κάνω]] περίφημο [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[αναδεικνύω]] [[κάτι]] σε όλη του την [[αίγλη]]<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>φανεροῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />α) αναδεικνύομαι, [[αναλάμπω]] («νυνὶ δὲ χωρὶς νόμου [[δικαιοσύνη]] θεοῡ πεφανέρωται», ΚΔ)<br />β) <b>αστρον.</b> [[γίνομαι]] [[ορατός]].
|mltxt=φανερῶ, -όω, ΝΜΑ [[φανερός]]<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] φανερό, [[εμφανίζω]], [[παρουσιάζω]]<br /><b>2.</b> [[αποκαλύπτω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[δηλώνω]], [[σημαίνω]] («τα [[λόγια]] του φανερώνουν [[μεγάλη]] [[αγάπη]] για τη ζωή»)<br /><b>2.</b> (σχετικά με [[μυστικό]]) [[μαρτυρώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] γνωστό, [[κάνω]] περίφημο [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[αναδεικνύω]] [[κάτι]] σε όλη του την [[αίγλη]]<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>φανεροῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />α) αναδεικνύομαι, [[αναλάμπω]] («νυνὶ δὲ χωρὶς νόμου [[δικαιοσύνη]] θεοῦ πεφανέρωται», ΚΔ)<br />β) <b>αστρον.</b> [[γίνομαι]] [[ορατός]].
}}
}}

Latest revision as of 20:35, 13 June 2022

Greek Monolingual

φανερῶ, -όω, ΝΜΑ φανερός
1. καθιστώ κάτι φανερό, εμφανίζω, παρουσιάζω
2. αποκαλύπτω
νεοελλ.
1. δηλώνω, σημαίνω («τα λόγια του φανερώνουν μεγάλη αγάπη για τη ζωή»)
2. (σχετικά με μυστικό) μαρτυρώ
αρχ.
1. κάνω γνωστό, κάνω περίφημο κάτι
2. αναδεικνύω κάτι σε όλη του την αίγλη
3. παθ. φανεροῦμαι, -όομαι
α) αναδεικνύομαι, αναλάμπω («νυνὶ δὲ χωρὶς νόμου δικαιοσύνη θεοῦ πεφανέρωται», ΚΔ)
β) αστρον. γίνομαι ορατός.