διολισθάνω: Difference between revisions
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diolisthano | |Transliteration C=diolisthano | ||
|Beta Code=diolisqa/nw | |Beta Code=diolisqa/nw | ||
|Definition=(in <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ly.</span>216d</span> codd. <b class="b3">-αίνω</b>, cf. <span class="bibl">Luc.<span class="title">Cont.</span>1</span>, al., <span class="bibl">Lib. <span class="title">Or.</span>11.225</span>), Ion. aor. <span class="sense"> | |Definition=(in <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ly.</span>216d</span> codd. <b class="b3">-αίνω</b>, cf. <span class="bibl">Luc.<span class="title">Cont.</span>1</span>, al., <span class="bibl">Lib. <span class="title">Or.</span>11.225</span>), Ion. aor. <span class="sense"><span class="bld">A</span> -ωλίσθησα <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span>63</span>: aor. 2 inf. διολισθεῖν <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>434</span>:—[[slip through]], ὑπὸ τοὺς δακτύλους <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span>40</span>; of a bone put out, ib.<span class="bibl">63</span>; <b class="b3">δ. τοὺς χρήστας</b> [[to give]] them [[the slip]], Ar. l. c.; δ. καὶ διαδύεται ἡμᾶς Pl. l. c.; <b class="b3">ἐπ' ἄκρων δ. κυμάτων</b>, of a ship, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Dom.</span> 12</span>: abs., [[slip away]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Anach.</span>28</span>,<span class="bibl">29</span>; <b class="b3">δ. τὴν γλῶσσαν</b> [[slipping]] with his tongue, of one drunken, <span class="bibl">Id.<span class="title">Vit.Auct.</span>12</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 00:43, 30 December 2020
English (LSJ)
(in Pl.Ly.216d codd. -αίνω, cf. Luc.Cont.1, al., Lib. Or.11.225), Ion. aor. A -ωλίσθησα Hp.Art.63: aor. 2 inf. διολισθεῖν Ar.Nu.434:—slip through, ὑπὸ τοὺς δακτύλους Hp.Art.40; of a bone put out, ib.63; δ. τοὺς χρήστας to give them the slip, Ar. l. c.; δ. καὶ διαδύεται ἡμᾶς Pl. l. c.; ἐπ' ἄκρων δ. κυμάτων, of a ship, Luc.Dom. 12: abs., slip away, Id.Anach.28,29; δ. τὴν γλῶσσαν slipping with his tongue, of one drunken, Id.Vit.Auct.12.
Greek (Liddell-Scott)
διολισθάνω: (παρὰ μεταγεν. -αίνω, ἴδε ὀλισθαίνω)· μέλλ. -ολισθήσω· Ἰων. ἀόρ. -ωλίσθησα Ἱππ. Ἄρθρ. 829. Ὀλισθαίνω διὰ μέσου, «ξεγλιστρῶ», ὑπὸ τοὺς δακτύλους αὐτόθι 806· ἐπὶ μέλους ἐξηρθρωμένου, ὁ αὐτ. 829· δ. τινά, διαφεύγω, Ἀριστοφ. Νεφ. 434, Πλάτ. Λυσ. 216C· ἐπ’ ἄκρων δ. κυμάτων, ἐπὶ πλοίου, Λουκ. Οἴκ. 12· ἀπόλ., ὀλισθαίνω καὶ φεύγω, ὁ αὐτ. Ἀναχ. 28. 29· δ. τὴν γλῶσσαν, πλημμελῶ, ἁμαρτάνω ἐν τοῖς λόγοις, ἐπὶ μεθύοντος, ὁ αὐτ. Βίων Πράσ. 12.
French (Bailly abrégé)
att. c. διολισθαίνω.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): -θαίνω Pl.Ly.216d, Luc.Cont.1, Lib.Or.11.225, Eun.VS 502, Synes.Insomn.18
• Morfología: [perf. διωλισθηκόσι Hsch.]
I intr.
1 deslizarse, dislocarse τὰ ὀστέα τὰ διολισθήσαντα Hp.Art.63
•escurrirse, deslizarse ὕδατος ... διαρρέοντος καὶ διολισθάνοντος Plu.2.1082a, cf. Chrys.M.49.108, 112, de atletas ὡς μὴ διολισθάνοιεν συμπλεκόμενοι Luc.Anach.29, δυσπάλαιστοί τε καὶ διολισθαίνοντες (ἀθληταί) Philostr.Gym.40, cf. Hdn.5.6.8, Lib.Or.11.225
•c. gen. διολισθαίνων ... τῆς γαλήνης deslizándose por el mar tranquilo Philostr.Im.2.16, τὰς κεφαλὰς διολισθῆσαι τοῦ βρόχου Hld.3.4.3, νηκτὸς φύσις τῶν ὑδάτων διολισθαίνουσα la naturaleza natatoria que se desliza por las aguas, e.d., los peces, Gr.Naz.M.36.57D
•c. giro prep., c. ὑπό: τὰ μυξώδεα ... ὑποθιγγανόμενα διολισθάνει ταχέως ὑπὸ τοὺς δακτύλους Hp.Art.40, c. ἐπί: τὴν δὲ ναῦν ... ἐπ' ἄκρων διολισθάνουσαν τῶν κυμάτων Luc.Dom.12, c. πρός: τὰ γλυκύτερα τῶν μελῶν ... πρὸς πᾶσαν ἀκοὴν ... διολισθαίνει Eun.l.c., πρὸς πτῶσιν Bas.Sel.Or.M.85.29C, c. ἐκ: οὐδενὸς ἡμῖν ἐκ τῆς μνήμης διολισθαίνοντος Synes.l.c.
•fig. nacer τὰ κυόμενα ... διολισθάνειν καὶ ἐκπίπτειν ῥᾷον Ael.NA 12.17 (= Democr.A 152), μνηστῆς διωλίσθησε γυναικός nació (Cristo) de una mujer casada Gr.Naz.M.37.547A.
2 fig. escapar a en sent. neg., i.e., quedarse sin c. gen. ἄμφω διολισθήσουσι τῆς βασιλείας τοῦ Χριστοῦ del alma y el cuerpo, Meth.Res.1.61, διολισθήσει (Χριστός) ... τοῦ Θεὸς εἶναι Didym.M.39.944A, cf. Gr.Nyss.Eun.1.616.
II tr.
1 fig. escabullirse, escapar a τοὺς χρήστας Ar.Nu.434, (τὸ καλόν) διολισθαίνει καὶ διαδύεται ἡμᾶς lo bello se nos escabulle y se nos escapa Pl.l.c., τὰς ... ἐπιβουλάς Plb.18.15.12, τὸν παρόντα καιρόν Plb.18.37.11, (τῶν σωμάτων) διολισθανόντων ... τὰς ἐναπολήψεις καὶ περιπλοκάς escapando (los átomos) a los acoplamientos e integraciones Plu.2.317a, λαγωὸς ... διολισθῆσαι τοὺς δεσμοὺς ἐθέλει Philostr.Im.2.17, ἄλλους (Ἔρωτας) Anacreont.30.
2 fig. τὴν γλῶτταν διολισθάνων deslizando la lengua, e.d. balbuceando de un borracho, Luc.Vit.Auct.12.
Greek Monotonic
διολισθάνω: μέλ. -ολισθήσω, γλιστρώ διαμέσου, ξεγλιστρώ, με αιτ., σε Αριστοφ.· απόλ., ξεγλιστρώ και απομακρύνομαι, σε Λουκ.
Middle Liddell
fut. -ολισθήσω
to slip through, to give one the slip, c. acc., Ar.: absol. to slip away, Luc.