κυλιστός: Difference between revisions
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kylistos | |Transliteration C=kylistos | ||
|Beta Code=kulisto/s | |Beta Code=kulisto/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"> | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[fit for rolling]], [[large]], gloss on [[ῥυτός]], <span class="bibl"><span class="title">EM</span>707.3</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[twined in a circle]], epith. of a kind of garland, <span class="bibl">Alex.272.5</span>, <span class="bibl">Antiph.51</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> Subst. κυλιστός, ὁ, [[roll of papyrus]], [[large letter]], or [[packet]] of letters, <span class="bibl"><span class="title">PHib.</span>1.110.51</span>, al. (iii B.C.); [[parcel]], ἱματίων <span class="bibl"><span class="title">Sammelb.</span>1.2</span> (iii A.D.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 13:20, 30 December 2020
English (LSJ)
ή, όν, A fit for rolling, large, gloss on ῥυτός, EM707.3. II twined in a circle, epith. of a kind of garland, Alex.272.5, Antiph.51. III Subst. κυλιστός, ὁ, roll of papyrus, large letter, or packet of letters, PHib.1.110.51, al. (iii B.C.); parcel, ἱματίων Sammelb.1.2 (iii A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
κῠλιστός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ., πρὸς κύλισιν κατάλληλος, μέγας, λίθοι Ἐτυμολ. Μέγ. 707. 3. ΙΙ. πεπλεγμένος εἰς κύκλον, ἐπίθετον εἴδους στεφάνου, Κωμικ. παρ’ Ἀθην. 678Ε, κἑξ., πρβλ. 49F.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM κυλιστός, -ή, -όν) κυλίνδω
1. αυτός που μπορεί ή είναι κατάλληλος να κυλιέται, κατάλληλος στο κύλισμα
2. αυτός που μεταφέρθηκε με κύλισμα
αρχ.
1. (για στεφάνι) αυτός που έχει πλεχτεί κυκλικά
2. δέσμη, μπόγος ρούχων
3. το αρσ. ως ουσ. ὁ κυλιστός
πάπ. ρολό παπύρου, μεγάλη επιστολή σε πάπυρο.
επίρρ...
κυλιστά
με κύλισμα, κυλώντας.