λάκημα: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lakima | |Transliteration C=lakima | ||
|Beta Code=la/khma | |Beta Code=la/khma | ||
|Definition=[<b class="b3">ᾰ], ατος, τό</b>, <span class="sense"> | |Definition=[<b class="b3">ᾰ], ατος, τό</b>, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[fragment]] broken off, <span class="title">PLeid.V.</span>6.22; [[ὄρους]] [[cleft]], Zos.Alch.p.186 B.; dub. sens. in <span class="bibl"><span class="title">Sammelb.</span>4425 xi 24</span> (ii A. D.), <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>34 ii 3</span> (iii A. D.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (AM [[λάκημα]]) [[λακώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[γλάκημα]], [[φευγάλα]], δρομαία [[φυγή]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> η [[απάρνηση]] φρονήματος από φόβο ή [[ιδιοτέλεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τμήμα]] πράγματος, το οποίο έχει αποσπαστεί από [[άλλο]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ὄρους [[λάκημα]]» — [[ρήγμα]] όρους, [[φαράγγι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με τη λ. [[λακίς]] και πιθ. με τη λ. [[λάσκω]]]. | |mltxt=το (AM [[λάκημα]]) [[λακώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[γλάκημα]], [[φευγάλα]], δρομαία [[φυγή]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> η [[απάρνηση]] φρονήματος από φόβο ή [[ιδιοτέλεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τμήμα]] πράγματος, το οποίο έχει αποσπαστεί από [[άλλο]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ὄρους [[λάκημα]]» — [[ρήγμα]] όρους, [[φαράγγι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με τη λ. [[λακίς]] και πιθ. με τη λ. [[λάσκω]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:38, 30 December 2020
English (LSJ)
[ᾰ], ατος, τό, A fragment broken off, PLeid.V.6.22; ὄρους cleft, Zos.Alch.p.186 B.; dub. sens. in Sammelb.4425 xi 24 (ii A. D.), BGU34 ii 3 (iii A. D.).
Greek Monolingual
το (AM λάκημα) λακώ
νεοελλ.
1. γλάκημα, φευγάλα, δρομαία φυγή
2. μτφ. η απάρνηση φρονήματος από φόβο ή ιδιοτέλεια
αρχ.
1. τμήμα πράγματος, το οποίο έχει αποσπαστεί από άλλο
2. φρ. «ὄρους λάκημα» — ρήγμα όρους, φαράγγι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τη λ. λακίς και πιθ. με τη λ. λάσκω].