περίφρακτος: Difference between revisions
Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=perifraktos | |Transliteration C=perifraktos | ||
|Beta Code=peri/fraktos | |Beta Code=peri/fraktos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"> | |Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[fenced round]]: Subst. -φρακτον, τό, [[enclosure]], IG3.1866, <span class="bibl">Plu. <span class="title">Thes.</span>12</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Bacch.</span>6</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 20:15, 30 December 2020
English (LSJ)
ον, A fenced round: Subst. -φρακτον, τό, enclosure, IG3.1866, Plu. Thes.12, Luc.Bacch.6.
German (Pape)
[Seite 599] eingezäunt, eingeschlossen, Luc. Bacch. 6. Auch τὸ περ., das Gehege, Plut. Thes. 12.
Greek (Liddell-Scott)
περίφρακτος: -ον, πεφραγμένος ὁλόγυρα, Βυζ.˙ ― τὸ π., περίφραγμα, Πλουτ. Θησ. 12, Λουκ. Διόνυσ. 6.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
entouré d’une clôture ou d’une enceinte ; τὸ περίφρακτον, enceinte sacrée.
Étymologie: περιφράσσω.
Greek Monolingual
-η, -ο / περίφρακτος, -ον, ΝΜΑ, και περίφραχτος Ν
περιφράσσω
περιφραγμένος, κλεισμένος γύρω γύρω με φράχτη
νεοελλ.
φρ. «περίφρακτες πεδιάδες» — χαρακτηριστικές περιοχές στην επιφάνεια της Σελήνης που μοιάζουν με κρατήρες με επίπεδους πυθμένες.
Greek Monotonic
περίφρακτος: -ον, περιφραγμένος ολόγυρα· περίφρακτον τό, περίφραξη, σε Πλούτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περίφρακτος -ον [περιφράττω] omheind; subst. τὸ περίφρακτον omheining.
Middle Liddell
περίφρακτος, ον,
fenced round: περίφρακτον, ου, an inclosure, Plut. [from περιφράσσω