φθισήνωρ: Difference between revisions
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=fthisinor | |Transliteration C=fthisinor | ||
|Beta Code=fqish/nwr | |Beta Code=fqish/nwr | ||
|Definition=ορος, ὁ, ἡ, (φθίω, ἀνήρ):—<span class="sense"> | |Definition=ορος, ὁ, ἡ, (φθίω, ἀνήρ):—<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[destroying]] or [[killing men]], πόλεμος <span class="bibl">Il.2.833</span>, <span class="bibl">9.604</span>, al., <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>431</span>; θυμός <span class="title">AP</span>9.457. [ῑ perh. metri gr., but in <span class="bibl">Il.2.833</span> <b class="b3">φθεισ-</b> is found in some codd. (including <b class="b3">πολλὰ τῶν παλαιῶν ἀντιγράφων</b> ap.<span class="bibl">Eust.356.20</span>), and Choerob. in <span class="title">An.Ox.</span>2.273, and shd. perh. be read.]</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:55, 31 December 2020
English (LSJ)
ορος, ὁ, ἡ, (φθίω, ἀνήρ):—A destroying or killing men, πόλεμος Il.2.833, 9.604, al., Hes.Th.431; θυμός AP9.457. [ῑ perh. metri gr., but in Il.2.833 φθεισ- is found in some codd. (including πολλὰ τῶν παλαιῶν ἀντιγράφων ap.Eust.356.20), and Choerob. in An.Ox.2.273, and shd. perh. be read.]
German (Pape)
[Seite 1271] ορος, Männer verderbend, tödtend, πόλεμος, oft in der Il. u. bei Hes.; später übh. Menschen verderblich, schädlich, Anth.
Greek (Liddell-Scott)
φθῑσήνωρ: -ορος, ὁ, ἡ, (φθίω, φθῖσω)· ― ὁ φθείρων, καταστρέφων τοὺς ἄνδρας, στείχειν ἐς πόλεμον φθισήνορα Ἰλ. Β. 833, κ. ἀλλ., Ἡσ. Θεογ. 431· ― καθόλου, καταστρεπτικός, θανατηφόρος, θυμὸς Ἀνθ. Παλ. 9. 457.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ, ἡ)
qui fait périr les hommes.
Étymologie: φθίω, ἀνήρ.
Greek Monolingual
-ορος, ὁ, Α
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που αφανίζει, που φονεύει τους άνδρες
2. καταστρεπτικός, ολέθριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < φθίνω + -ήνωρ (< ἀνήρ), πρβλ. δεισ-ήνωρ, λυσ-ήνωρ. Ο τ. αντί του αναμενόμενου φθεισ-ήνωρ, σχηματισμένου από την απαθή βαθμίδα του ρ. φθίνω (βλ. λ. φθίνω) όπως τα σύνθ. με δεξι-, κλεψι-, τερψι- κ.λπ.].
Greek Monotonic
φθῑσήνωρ: -ορος, ἡ (φθίω, φθίσω), αυτός που καταστρέφει ή σκοτώνει άντρες, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
φθῑσήνωρ: ορος adj. губящий людей, губительный (πόλεμος Hom., Hes.; θυμός Anth.).
Middle Liddell
φθῑσ-ήνωρ, ορος, ὁ, ἡ, φθίω, φθίσω]
destroying or killing men, Il., Hes.