ἀργύρειος: Difference between revisions
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=argyreios | |Transliteration C=argyreios | ||
|Beta Code=a)rgu/reios | |Beta Code=a)rgu/reios | ||
|Definition=ον, <span class="sense"> | |Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[ἀργύρεος]], ἀργύρεια μέταλλα [[silver]]-mines, <span class="bibl">Th.2.55</span>,<span class="bibl">6.91</span>; τὰ ἀ. ἔργα <span class="bibl">X.<span class="title">Vect.</span>4.5</span>; τὰ ἔργα τὰ ἀ. <span class="bibl">D.21.167</span>; <b class="b3">τὰ ἀ</b>. alone, <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>2.5.2</span>, <span class="bibl">Aeschin.1.101</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>742d</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 22:55, 31 December 2020
English (LSJ)
ον, A = ἀργύρεος, ἀργύρεια μέταλλα silver-mines, Th.2.55,6.91; τὰ ἀ. ἔργα X.Vect.4.5; τὰ ἔργα τὰ ἀ. D.21.167; τὰ ἀ. alone, X.Mem.2.5.2, Aeschin.1.101, Pl.Lg.742d.
Greek (Liddell-Scott)
ἀργύρειος: [ῠ], -ον, = ἀργύρεος, ἀργύρεια μέταλλα, μεταλλεῖα ἀργύρου, Θουκ. 2. 55., 6. 91· οὕτω, τὰ ἀργύρεια (ὁ Κῶδιξ ἔχει ἀργύρια) ἔργα Ξεν. Πόρ. 4. 5· τὰ ἔργα τὰ ἀργύρεια Δημ. 588. 17· καὶ μόνον τὰ ἀργύρεια Ξεν. Ἀπομν. 2. 5, 2, Αἰσχίν. 14. 27. 2) = ἀργυροῦς, «ἀργύρειος σταυρὸς» Ἡρωδ. Ἐπιμ. σ. 172, «ἀργύρειος στατὴρ» Σουΐδ. ἐν λέξει, Πλουτ. Κίμ. 10.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui concerne l’extraction de l’argent ; ἀργύρεια ἔργα ou μέταλλα, ou simpl. τὰ ἀργύρεια mines d’argent.
Étymologie: ἄργυρος.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ἀργυρεῖος Isoc.8.117; v. tb. ἀργύριος
1 de plata ἀργύρεια μέταλλα minas de plata Th.2.55, 6.91, Thphr.Lap.51, Plb.10.10.11, Plu.Them.4, Poll.3.87, 7.98, Sud.s.u. ἀγράφου μετάλλου, ἀργύρεια ἔργα minas de plata D.8.45, 21.167, 42.18, X.Vect.4.5
•subst. τὰ ἀργύρεια minas de plata Aeschin.1.101, Isoc.l.c., X.Mem.2.5.2, 3.6.12, Vect.4.1, Plb.3.57.3, Thphr.Lap.59, Str.3.2.9, Alciphr.4.9.2, Polyaen.1.30.6.
2 subst. τὰ ἀργύρεια reservas de plata πόλιν κεκτημένην χρύσεια καὶ ἀργύρεια Pl.Lg.742d.
Greek Monolingual
ἀργύρειος, -ον (Α) άργυρος
1. αργυρός
2. φρ. «αργύρεια μέταλλα» — μεταλλεία αργύρου.
Greek Monotonic
ἀργύρειος: [ῠ], -ον, = ἀργύρεος, ἀργύρεια μέταλλα, μεταλλεία αργύρου, σε Θουκ.· ή τὰ ἀργύρεια μόνο, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀργύρειος: (ῠ) серебряный: только в выраж. ἀργύρεια μέταλλα Thuc., Polyb. и ἔργα Xen., Dem. серебряные рудники.
Middle Liddell
= ἀργύρεος
ἀργύρεια μέταλλα silver mines, Thuc.; or τὰ ἀργύρεια alone, Xen.