ἑτερόφθαλμος: Difference between revisions
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - "Ueber" to "Über") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1051.png Seite 1051]] 1) mit Augen von verschiedener Farbe, Sp. von Pferden. – 2) der nur ein gesundes Auge hat, theils einäugig, auf einem Auge blind, od des einen Auges beraubt, Dem. 24, 141, theils mit einem Fehler an dem einen Auge, schielend, Sp | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1051.png Seite 1051]] 1) mit Augen von verschiedener Farbe, Sp. von Pferden. – 2) der nur ein gesundes Auge hat, theils einäugig, auf einem Auge blind, od des einen Auges beraubt, Dem. 24, 141, theils mit einem Fehler an dem einen Auge, schielend, Sp Übertr., Leptines bei Arist. rhet. 3, 10 μὴ ποιήσητε ἑτ. τὴν Ἑλλάδα, das eine Auge, Athen, vernichtend. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 23:56, 29 December 2020
English (LSJ)
ον, A one-eyed, D. 24.141, Arist.Metaph.1023a5; ἑ. γενομένη ἡ Ἑλλάς, metaph., of the proposed destruction of Athens, Leptines ap. Arist.Rh.1411a5, cf. Demad.65 B., Plu.2.803a. II with different-coloured eyes, Gp. 16.2.1.
German (Pape)
[Seite 1051] 1) mit Augen von verschiedener Farbe, Sp. von Pferden. – 2) der nur ein gesundes Auge hat, theils einäugig, auf einem Auge blind, od des einen Auges beraubt, Dem. 24, 141, theils mit einem Fehler an dem einen Auge, schielend, Sp Übertr., Leptines bei Arist. rhet. 3, 10 μὴ ποιήσητε ἑτ. τὴν Ἑλλάδα, das eine Auge, Athen, vernichtend.
Greek (Liddell-Scott)
ἑτερόφθαλμος: -ον, μονόφθαλμος, Λατ. unoculus, luscus, Δημ. 744. 18, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 22, 4, κ. ἀλλ.· ἑτ. ποιεῖν τὴν Ἑλλάδα, μεταφ. ἐπὶ τῆς προταθείσης καταστροφῆς τῶν Ἀθηνῶν, Λεπτίνης παρ’ Ἀριστ. ἐν Ρητ. 3. 10, 7, Πλούταρχ. 2. 803Α. ΙΙ. ἔχων ὀφθαλμοὺς διαφέροντας ἀλλήλων κατὰ τὸ χρῶμα, Γεωπ. 16. 2, 1· πρβλ. ἑτρόγλαυκος. - Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 11 κἑξ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
borgne.
Étymologie: ἕτερος, ὀφθαλμός.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ἑτερόφθαλμος, -ον)
1. αυτός που έχει μόνο ένα μάτι γερό, ο μονόφθαλμος
2. (για ζώα) αυτός που έχει μάτια διαφορετικά κατά το χρώμα
μσν.-αρχ.
(για ανθρώπους) αυτός που έχει μάτια που διαφέρουν μεταξύ τους κατά το χρώμα, ο δίκορος, (π.χ. ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Αναστάσιος Α' Δίκορος είχε το ένα μάτι γαλανό και το άλλο καστανό).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + οφθαλμός].
Greek Monotonic
ἑτερόφθαλμος: -ον, μονόφθαλμος, Λατ. unoculus, luscus, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ἑτερόφθαλμος: одноглазый, кривой Arst., Dem., Plut.