ὑλουργός: Difference between revisions
τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαι → show the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ylourgos | |Transliteration C=ylourgos | ||
|Beta Code=u(lourgo/s | |Beta Code=u(lourgo/s | ||
|Definition=όν, <span class="sense"> | |Definition=όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[working wood]], δρέπανα <span class="bibl">D.H. 3.73</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Subst. <b class="b3">ὑλουργός, ὁ,</b> [[carpenter]] or [[woodman]], <span class="bibl">E.<span class="title">HF</span>241</span>, <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>8.2.6</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:45, 1 January 2021
English (LSJ)
όν, A working wood, δρέπανα D.H. 3.73. II Subst. ὑλουργός, ὁ, carpenter or woodman, E.HF241, J.AJ8.2.6.
German (Pape)
[Seite 1177] Holz bearbeitend, ὁ ὑλ., der Zimmermann; Eur. Herc. Fur. 241; Poll. 7, 101; auch δρέπανα, D. Hal. 3, 73.
Greek (Liddell-Scott)
ὑλουργός: -όν, ὑλουργικός, ξυλουργικός, δρέπανα Διον. Ἁλ. 3. 73· ὡς οὐσιαστ. ὑλουργός, ὁ, ξυλουργός, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 241, Ἰωσήπ. Ἰουσ. Ἀρχ. 8. 2, 6.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui travaille le bois.
Étymologie: ὕλη, ἔργον.
Greek Monolingual
και ὑληουργός, -όν, Α
1. αυτός που κατεργάζεται ξύλα
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ὑλουργός και ὑληουργός
ξυλουργός ή υλοτόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + -ουργός (< ἔργον)].
Greek Monotonic
ὑλουργός: -όν (*ἔργω), ξυλουργικός· ως ουσ. ὑλουργός, ὁ, μαραγκός ή ξυλουργός, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ὑλουργός: ὁ Eur. = ὑλοτόμος II.
Middle Liddell
ὑλ-ουργός, όν [*ἔργω
working wood: as Subst. ὑλουργός, ὁ, a carpenter or woodman, Eur.