Κόλχος: Difference between revisions

From LSJ

Νόμιζε κοινὰ πάντα δυστυχήματα → Commune cuivis crede, quod cuiquam accidit → Geh davon aus, dass jedes Unglück jedem droht

Menander, Monostichoi, 369
m (Text replacement - "   " to "")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο θηλ. [[Κολχίδα]] (AM [[Κόλχος]], θηλ. Κολχίς, -[[ίδος]])<br />[[κάτοικος]] της Κολχίδος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> [[κολχικός]] («[[κόλχος]] [[στόλος]]», <b>Απόλλ. Ρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> τοπων. <i>Κολχίς</i>].
|mltxt=ο θηλ. [[Κολχίδα]] (AM [[Κόλχος]], θηλ. Κολχίς, -[[ίδος]])<br />[[κάτοικος]] της Κολχίδος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> [[κολχικός]] («[[κόλχος]] [[στόλος]]», <b>Απόλλ. Ρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> τοπων. <i>Κολχίς</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 21:40, 29 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κόλχος Medium diacritics: Κόλχος Low diacritics: Κόλχος Capitals: ΚΟΛΧΟΣ
Transliteration A: Kólchos Transliteration B: Kolchos Transliteration C: Kolchos Beta Code: *ko/lxos

English (LSJ)

ὁ, Colchian, Hdt.1.2, etc.:—Adj. Κολχικός, ή, όν, Colchian, Id.2.105:—poet. also Κόλχος A στόλος A.R.4.485:—fem. Κολχίς, ίδος, Hdt.1.2 (but also Μηδείᾳ τῇ Κόλχῳ Pl.Euthd.285c): as Subst. Κολχίς (sc. γῆ), Colchis, Hdt.1.104, etc.; (sc. γυνή) E.Med. 132 (anap.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de Colchide : οἱ Κόλχοι les habitants de la Colchide.
Étymologie:.

Greek Monolingual

ο θηλ. Κολχίδα (AM Κόλχος, θηλ. Κολχίς, -ίδος)
κάτοικος της Κολχίδος
αρχ.
ως επίθ. κολχικόςκόλχος στόλος», Απόλλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < τοπων. Κολχίς].

Greek Monotonic

Κόλχος: ὁ, από την Κολχίδα, σε Ηρόδ. κ.λπ.· επίθ. Κολχικός, , -όν, Κολχικός, στον ίδ.· θηλ. Κολχίς, -ίδος και ως ουσ. Κολχίς (ενν. γῆ), η Κολχίδα, στον ίδ.· (ενν. γυνή), σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

Κόλχος: II ὁ колх, житель Колхиды Her., Xen. etc.
колхидский Her., Plat. etc.

Middle Liddell

Κόλχος, ὁ,
a Colchian, Hdt., etc.:—adj. Κολχικός, ή, όν, Colchian, Hdt.:—fem. Κολχίς, ίδος, and as Subst. Κολχίς ( sub. γῆ), Eur.