Σκυθίζω: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
m (Text replacement - "   " to "")
m (Text replacement - "ύ˘" to "ῠ́")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=Σκῠθίζω, [from Σκύ˘θης]<br />to [[behave]] like a Scythian: [[hence]], from the Scythian [[practice]] of scalping [[slain]] enemies, to [[shave]] the [[head]], ἐσκυθισμένος ξυρῷ Eur. <br /><br />to [[behave]] like a Scythian: [[hence]], from the Scythian [[practice]] of scalping [[slain]] enemies, to [[shave]] the [[head]], ἐσκυθισμένος ξυρῶι Eur.
|mdlsjtxt=Σκῠθίζω, [from Σκῠ́θης]<br />to [[behave]] like a Scythian: [[hence]], from the Scythian [[practice]] of scalping [[slain]] enemies, to [[shave]] the [[head]], ἐσκυθισμένος ξυρῷ Eur. <br /><br />to [[behave]] like a Scythian: [[hence]], from the Scythian [[practice]] of scalping [[slain]] enemies, to [[shave]] the [[head]], ἐσκυθισμένος ξυρῶι Eur.
}}
}}

Revision as of 11:25, 29 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Σκυθίζω Medium diacritics: Σκυθίζω Low diacritics: Σκυθίζω Capitals: ΣΚΥΘΙΖΩ
Transliteration A: Skythízō Transliteration B: Skythizō Transliteration C: Skythizo Beta Code: *skuqi/zw

English (LSJ)

A behave like a Scythian, i.e., 1 drink immoderately, Hieronym.Rhod. ap. Ath.11.499f; cf. ἐπισκυθίζω. 2 from the Scythian practice of scalping slain enemies, shave the head, ἐσκυθισμένος ξυρῷ E.El.241; so [χαίτην] ἐσκύθιξε φασγάνῳ cut it off in mourning, Epigr.Gr.790.8 (Achaea): cf. ἀποσκυθίζω. 3 talk Scythian, Him.Or.30.1.

German (Pape)

[Seite 906] ein Scythe sein, wie ein Scythe leben, bes. unmäßig wie ein Scythe zechen, Ath. XI, 499 f. Auch = das Haar nach scythischer Sitte beschneiden, es glatt wegscheeren, κρᾶτα πλόκαμόν τ' ἐσκυθισμένον ξυρῷ, Eur. El. 241. Vgl. ἀποσκυθίζω.

Greek (Liddell-Scott)

Σκῠθίζω: μέλλ. -ίσω, φέρομαι ὡς Σκύθης· δηλ.,1) πίνω ἀμέτρως, Ἱερώνυμ. Ρόδ. παρ’ Ἀθην. 499F· πρβλ. ἐπισκυθίζω. 2) ἐκ τῆς συνηθείας τῶν Σκυθῶν τοῦ νὰ ἀποσπῶσι τὸ δέρμα ἐκ τῶν κεφαλῶν τῶν ἐχθρῶν (Ἡρόδ. 4. 64), κατήντησε νὰ σημαίνῃ ξυρίζω τὴν κεφαλήν, ἐσκυθισμένος ξυρῷ Εὐρ. Ἠλ. 241· οὕτω, [χαίτην] ἐσκύθιξε, ἔκειρεν αὐτὴν μὲχρι τοῦ δέρματος εἰς σημεῖον πένθους, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 970. 8· πρβλ. ἀποσκυθίζω, χειρόμακτρον. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 44.

Greek Monotonic

Σκῠθίζω: μέλ. -ίσω, συμπεριφέρομαι ως Σκύθης, μιμούμαι τα ήθη των Σκυθών· απ' όπου, λόγω της συνήθους πρακτικής των Σκυθών να αφαιρούν το δέρμα του κεφαλιού των σκοτωμένων εχθρών τους, κατέληξε να σημαίνει, ξυρίζω το κεφάλι μου· ἐσκυθισμένος ξυρῷ, σε Ευρ.

Middle Liddell

Σκῠθίζω, [from Σκῠ́θης]
to behave like a Scythian: hence, from the Scythian practice of scalping slain enemies, to shave the head, ἐσκυθισμένος ξυρῷ Eur.

to behave like a Scythian: hence, from the Scythian practice of scalping slain enemies, to shave the head, ἐσκυθισμένος ξυρῶι Eur.