βουδόκος: Difference between revisions

From LSJ

ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάριςevery inch of his stature is grace, from top to toe he's a complete charmer

Source
m (Text replacement - "   " to "")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βουδόκος]], -ον (Α)<br />(για λέβητα) αυτός που χωράει [[μέσα]] του ένα [[βόδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βους]] <span style="color: red;">+</span> -[[δόκος]] <span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[ακοντοδόκος]], [[ιοδόκος]])].
|mltxt=[[βουδόκος]], -ον (Α)<br />(για λέβητα) αυτός που χωράει [[μέσα]] του ένα [[βόδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βους]] <span style="color: red;">+</span> -[[δόκος]] <span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]] ([[πρβλ]]. [[ακοντοδόκος]], [[ιοδόκος]])].
}}
}}

Revision as of 08:25, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βουδόκος Medium diacritics: βουδόκος Low diacritics: βουδόκος Capitals: ΒΟΥΔΟΚΟΣ
Transliteration A: boudókos Transliteration B: boudokos Transliteration C: voudokos Beta Code: boudo/kos

English (LSJ)

ον, A receiving oxen, ἐχῖνος (i.e. λέβης) Call.Fr.250b.

German (Pape)

[Seite 456] einen Ochsen fassend, Callim. E. G.

Greek (Liddell-Scott)

βουδόκος: -ον, ὁ δεχόμενος, περιλαμβάνων βοῦν, ἢ βοῦς, Καλλιμάχεια ΙΙ, 489 (Scneider).

Spanish (DGE)

-ον
capaz de contener un buey, e.e. enorme ἐχῖνος Call.SHell.268.

Greek Monolingual

βουδόκος, -ον (Α)
(για λέβητα) αυτός που χωράει μέσα του ένα βόδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους + -δόκος < δέχομαι (πρβλ. ακοντοδόκος, ιοδόκος)].